Η απαξία του δημοσιογραφικού προϊόντος έφτασε στο ναδίρ. Τώρα, με την κρίση στα ΜΜΕ να πλησιάζει επικίνδυνα πρέπει επιτέλους τα σωματεία να πράξουν τα δέοντα. Αφού το αμέλησαν τόσο καιρό, μπορούν να ξεκινήσουν την Πέμπτη, έστω κι αν η πρωτοβουλία ανήκει σε ένα κατά το ήμισυ δημοσιογράφο…
Το καλό είναι πως ο κ. Θ. Ρουσσόπουλος παραμένει κατά το ήμισυ δημοσιογράφος. Οπότε όλοι μας θα μπορούμε να καυχόμαστε στο μέλλον ότι η πρωτοβουλία για ξεκαθάρισμα του θολού τοπίου των σχέσεων δημοσιογράφων-κρατικής εξουσίας οφείλεται κατά το ήμισυ σ’ εμάς. Το κακό όμως είναι πως ο κ. Θ. Ρουσσόπουλος είναι κατά το ήμισυ πολιτικός. Οπότε οι δημοσιογράφοι θα μπορούν να ντρέπονται (έστω κατά το ήμισυ) ότι για μια ακόμη φορά ένα καθαρά δεοντολογικό θέμα που θα έπρεπε να είχε ξεκαθαρίσει ο ίδιος ο κλάδος, μπαίνει σε συζήτηση με πρωτοβουλία της εκτελεστικής εξουσίας.
Με μισή ντροπή δική μας, λοιπόν, ξεκινά την Πέμπτη ο διάλογος για τις πολυσχιδείς σχέσεις δημοσιογράφων-κράτους και καλά είναι να διευκρινιστούν εξ αρχής κάποια πράγματα. Το πρώτο είναι ότι η συζήτηση δεν πρέπει να μπει στο πλαίσιο που ορίζει το στερεότυπο των πολιτικών ότι ο ρόλος του Τύπου είναι ζήτημα Δημοκρατίας. Βεβαίως ο Τύπος είναι πυλώνας του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά είναι πυλώνας στον βαθμό που το κράτος τον αφήνει ήσυχο. Έστω με τα κακά του. Επειδή όμως η πολιτική μας έχει μπει στον αστερισμό της υπερρύθμισης των πάντων, ο κίνδυνος είναι να προκύψει απ’ αυτή τη διαδικασία κανένα νομοσχέδιο έκτρωμα βασισμένο σε καλές προθέσεις.
Υπάρχουν δύο παράλληλα, αλλά όχι ταυτόσημα ζητήματα. Το πρώτο -που αφορά τους πολιτικούς και τους πολίτες που τους ψηφίζουν- είναι τι κάνουν οι πρώτοι τα λεφτά που οι δεύτεροι τους δίνουν για να διαχειριστούν. Αν τα χρήματα των φορολογουμένων σκορπίζονται σε 50 θέσεις δημοσιογράφων ανά οργανισμό ή κρατική υπηρεσία για να λιβανίζεται ο εκάστοτε πολιτικός προϊστάμενος τότε πρέπει να βρεθεί ένα σύστημα ελέγχου γι’ αυτά τα ημι-φανερά ή ημι-μυστικά κονδύλια του κράτους. Η λύση της διαφάνειας είναι να κατατίθεται ανά έτος στη Βουλή ο κατάλογος όλων των συμβάσεων δημοσιογράφων που υπογράφουν οι κρατούντες. Όχι μόνο οι υπουργοί, αλλά και οι διοικητές ΔΕΚΟ, οργανισμών του Δημοσίου κ.λ.π. Άπαντες, διότι σ’ αυτό το εκτεταμένο δημόσιο που έχουμε, δημοσιογράφους προσλαμβάνει μέχρι και η … Πολιτιστική ολυμπιάδα. Έτσι θα ελέγχεται κατ’ αρχήν αν η π.χ. η τάδε τράπεζα χρειάζεται τρεις ανθρώπους στο Γραφείο Τύπου ή είκοσι.
Το δεύτερο αφορά τους δημοσιογράφους και την αξιοπιστία τους. Είναι δουλειά δική τους και όχι του κράτους να ξεκαθαρίσουν τα του οίκου τους. Πρέπει να απαιτήσουν δια των συνδικαλιστικών τους σωματείων τον πλήρη κατάλογο όσων εργάζονται σε κρατικές θέσεις. Προσοχή: όχι μόνο εμφανώς, δηλαδή σε ΕΡΤ, ΑΠΕ, κ.λ.π. αλλά πιθανώς αφανώς σε οργανισμούς ή κρατικά παραφερνάλια. Όχι μόνο ως πρόσωπα, αλλά και δια των επιχειρήσεων που πολλοί έχουν στήσει. Και κατόπιν να εφαρμοστεί το καταστατικό των Ενώσεων Συντακτών όπου χρειάζεται. Ή έστω να ακολουθηθεί το πρότυπο των τηλεοπτικών εκπομπών. Όπως στα τοκ-σόου γράφουν στο τέλος «τον τάδε ντύνουν τα καταστήματα …», να αναγράφεται στο τέλος κάθε ρεπορτάζ «τον δείνα τον ταΐζουν οι κάτωθι ΔΕΚΟ, ή υπουργοί…»
Η απαξία του δημοσιογραφικού προϊόντος έφτασε στο ναδίρ. Τώρα, με την κρίση στα ΜΜΕ να πλησιάζει επικίνδυνα πρέπει επιτέλους τα σωματεία να πράξουν τα δέοντα. Αφού το αμέλησαν τόσο καιρό, μπορούν να ξεκινήσουν την Πέμπτη, έστω κι αν η πρωτοβουλία ανήκει σε ένα κατά το ήμισυ δημοσιογράφο…
Υ.Γ.: Η ιστορία της πολυθεσίας των δημοσιογράφων σε κρατικές δουλειές είναι μια παταγώδης αποτυχία όχι μόνο των συνδικαλιστικών τους οργάνων, αλλά και των ίδιων των επιχειρήσεων Τύπου. Σε μια καπιταλιστική οργάνωση -όπου οι επιχειρήσεις Τύπου πωλούν περιεχόμενο- θα έπρεπε οι ίδιες οι επιχειρήσεις να αποτρέπουν τους παραγωγούς των να εμπλέκονται με το κράτος διότι έτσι πλήττουν το προϊόν τους.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 24.1.2005