Η διαπλοκή και η υψηλή διαφθορά είναι υπαρκτά φαινόμενα και πρέπει να καταπολεμηθούν. Μόνο που τώρα τα πολεμάμε στο ένα άκρο και μάλιστα στο λάθος άκρο. Δεν έχουμε διασφαλίσει ότι οι πολιτικοί μας είναι άτεγκτοι -δεν είδαμε ποτέ τα «πόθεν» και τα τελευταία χρόνια δεν βλέπουμε καν τα «έσχες».
Υπάρχει μία διάχυτη συζήτηση που εξομοιώνει τη διαπλοκή με το ταγκό. Πολλοί ισχυρίζονται (μεταξύ αυτών και φιλελεύθεροι) ότι για να υπάρξει διαπλοκή, χρειάζονται δύο. Ο διαφθορέας (ήτοι ο επιχειρηματίας) και ο διεφθαρμένος (ήτοι ο πολιτικός). Σ’ αυτό συμφωνούμε όλοι. Για να πραγματωθεί η διαπλοκή χρειάζονται και οι δύο. (Έτσι κατ’ αρχήν είναι εύλογες οι διαμαρτυρίες εκείνων που αναφέρουν ότι ενώ μένει ανενεργή η νομοθεσία περί διαφάνειας των οικονομικών των πολιτικών, η χώρα αποκτά νέες νομοθεσίες οι οποίες αντικειμενικά θα θέσουν επιπλέον εμπόδια στην επιχειρηματικότητα.)
Η λογική πίσω από τις νομοθεσίες περί βασικού μετόχου είναι ότι έχουμε αδέκαστους πλην λιπόψυχους πολιτικούς, οι οποίοι στο πρώτο νεύμα για ταγκό, δεν μπορούν να αντισταθούν. Οπότε νομοθετούμε απαγορεύοντας την δυνατότητα πρόσκλησης για χορό. Ή -για να το πούμε αλλιώς- οι νομοθεσίες περί διαπλοκής θυμίζουν το ανέκδοτο ανδρός που κατήγγειλε ότι εβιάσθη στην ύπαιθρο από χωλό συγχωριανό του. Όταν ο «βιασθείς» ερωτήθη «και γιατί δεν έτρεχες να ξεφύγεις ρε παιδάκι μου;» απάντησε: «που να τρέχεις στα χωράφια με γόβα στιλέτο…»
Υπάρχει ένα θεμελιώδες λάθος στην εξίσωση της διαπλοκής με το ταγκό. Αποκρύπτεται ότι στη σχέση διαφθορέα και διεφθαρμένου υπάρχει σχέση εξουσίας, όπου διεφθαρμένος είναι ο εξουσιαστής. Επιπλέον, το δημόσιο προσφέρει μονοπωλιακές υπηρεσίες και είναι σαν το χάρο: Δεν μπορεί να του ξεφύγει κανείς. Ακόμη, δηλαδή, κι αν ο επιχειρηματίας δεν θέλει να έχει πάρε-δώσε με το κράτος, το κράτος έχει πάρε-δώσε με τον επιχειρηματία. Σ’ αυτό το πάρε-δώσε, όμως, εμπλέκεται ο πολιτικός, ο οποίος αν είναι διεφθαρμένος θα αναγκάσει τον επιχειρηματία να χορέψουν ταγκό. Είτε να χρηματοδοτήσει τον ίδιο, είτε το κόμμα του, είτε και τους δύο. Η διαπλοκή (με διάφορους τρόπους: είτε με την ιδιοκτησία ΜΜΕ, είτε συνηθέστερα με την χρηματοδότηση Μέσων ή δημοσιογράφων) δεν είναι πάντα επιθετική -με την έννοια «διαπλέκομαι για να πάρω από το κράτος». Κάποιες φορές μπορεί να είναι και αμυντική: «διαπλέκομαι για να πετύχω ισονομία από τους πολιτικούς που διαφεντεύουν το κράτος».
Για να το κάνουμε πιο απλά. Ας υποθέσουμε ότι ένας επιχειρηματίας χρειάζεται μία άδεια για κάποια επένδυση και η άδεια αυτή κολλάει σε ένα διεφθαρμένο σύστημα το οποίο απαιτεί x μαύρα λεφτά ή ψ «χάρες» για να προχωρήσει. Ο επιχειρηματίας (επειδή α. δεν έχει να αντιμετωπίσει μια ανταγωνιστική αγορά αδειών, δεν μπορεί να πει δηλαδή «εσείς είστε διεφθαρμένοι, άρα πάω στο δίπλα μαγαζί που είναι τίμιοι και κάνω τη δουλειά μου» β. δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς την άδεια) έχει δύο επιλογές: ή να υποκύψει στην εξουσία ή να μην προχωρήσει. Η τρίτη λύση, της καταγγελίας δηλαδή, είναι υπαρκτή, αλλά έχει σοβαρό κόστος και οικονομικό και ψυχολογικό.
Έτσι, ιδεοτυπικά, ενώ ο πολιτικός μπορεί να αναγκάσει τον επιχειρηματία να χορέψει ταγκό, δεν ισχύει το αντίστροφο. Ένας επιχειρηματίας δεν μπορεί να αναγκάσει ένα άτεγκτο πολιτικό να χορέψουν. Μπορεί βεβαίως να τον δελεάσει, αλλά όχι να τον εξαναγκάσει.
Η διαπλοκή και η υψηλή διαφθορά είναι υπαρκτά φαινόμενα και πρέπει να καταπολεμηθούν. Μόνο που τώρα τα πολεμάμε στο ένα άκρο και μάλιστα στο λάθος άκρο. Δεν έχουμε διασφαλίσει ότι οι πολιτικοί μας είναι άτεγκτοι -δεν είδαμε ποτέ τα «πόθεν» και τα τελευταία χρόνια δεν βλέπουμε καν τα «έσχες». Είδαμε να υπερβαίνουν τις προεκλογικές δαπάνες που οι ίδιοι θέσπισαν, αλλά δεν είδαμε να αντιδρά ούτε να τιμωρείται κάποιος. Δεν κάναμε καν πριν νομοθετήσουμε την απλή ερώτηση: «και γιατί δεν τρέχατε να ξεφύγετε ρε παιδάκι μου»…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 23.1.2005