Το ποιοι, εργάζονται στο δημόσιο ανήκει στη δημόσια σφαίρα πραγμάτων διότι οι πολίτες οφείλουν να ξέρουν ποιοι, πως και με πόσα σιτίζονται από τους ίδιους. Εάν τηρηθεί το απόρρητο είναι σαν να απαγορεύουμε στον εργοδότη -στην προκείμενη περίπτωση τον ελληνικό λαό- να ξέρει ποιους προσλαμβάνει και γιατί.
Έχουμε ένα πρόβλημα στη χώρα. Κάθε καινούργια έννοια που εισάγεται χρησιμοποιείται μέχρι αχρησίας. Μια από τις ταλαιπωρημένες έννοιες του δημοσίου διαλόγου είναι και η «ιδιωτική ζωή» των ανθρώπων, ή τα αποκαλούμενα «προσωπικά δεδομένα». Αυτή η έννοια έχει γίνει λάστιχο. Καθείς την επικαλείται -και κάποιες φορές εφαρμόζεται- έτσι ώστε να πλήττει υψηλότερα αγαθά. Π.χ. την ενημέρωση, ή ακόμη και την διαχείριση του δημόσιου χρήματος.
Χθες παραδόθηκαν από τον Υπουργό Επικρατείας κ. Θ. Ρουσόπουλου στις Ενώσεις Συντακτών, όπως ο νόμος ορίζει, οι λίστες των εργαζόμενων δημοσιογράφων στο Δημόσιο. Ορθώς. Παράλληλα, όμως, έκανε έκκληση ο υπουργός να μην δημοσιοποιηθούν διότι η δημοσιοποίηση «αντιβαίνει στο νόμο περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων». Μέγα λάθος. Η εργασία κάποιου -και μάλιστα στο Δημόσιο- αποτελεί μεν προσωπικό δεδομένο, αλλά ποιος είπε ότι όλα τα προσωπικά δεδομένα πρέπει να προστατεύονται;
Υπάρχουν πολλά προσωπικά δεδομένα που ανήκουν στη δημόσια σφαίρα πραγμάτων. Για παράδειγμα: αν κάποιος οδηγηθεί στο δικαστήριο δεν μπορεί να επικαλεστεί την νομοθεσία περί «προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» και να απαιτήσει κεκλεισμένων των θυρών δίκη. Δεν το επιτυγχάνει όμως διότι το δημοκρατικό κεκτημένο περί «δημοσιότητας της δίκης» υπερτερεί της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των κατηγορουμένων.
Αν μπαίναμε στον παραλογισμό της απόλυτης προστασίας των «προσωπικών δεδομένων» φυσιολογικά δεν θα έπρεπε να ανακοινώνεται ούτε καν η σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου. Με την ίδια λογική δεν είναι θέμα προσωπικών δεδομένων η εργασία 48 ανθρώπων στο Δημόσιο, έστω υπό την ιδιότητα του υπουργού; Με το ίδιο σκεπτικό θα έπρεπε να αποκρυφτούν τα ονόματα προέδρων, διευθυνόντων συμβούλων, μελών διοικητικών συμβουλίων, σε Δημόσιες Επιχειρήσεις; Το ΑΣΕΠ θα πρέπει να πάψει να εκδίδει καταλόγους επιτυχόντων, εκείνων δηλαδή που θα εργαστούν στο Δημόσιο; Και στις παραπάνω περιπτώσεις μπορεί πιθανώς να υπάρχει η σύγκρουση μεταξύ δημοσιότητας και προσωπικών δεδομένων, αλλά η καλή λειτουργία της Δημοκρατίας επιτάσσει να ιεραρχείται υψηλότερα το αγαθό της δημοσιότητας.
Το ποιοι, λοιπόν, εργάζονται στο δημόσιο ανήκει στη δημόσια σφαίρα πραγμάτων διότι οι πολίτες οφείλουν να ξέρουν ποιοι, πως και με πόσα σιτίζονται από τους ίδιους. Εάν τηρηθεί το απόρρητο είναι σαν να απαγορεύουμε στον εργοδότη -στην προκείμενη περίπτωση τον ελληνικό λαό- να ξέρει ποιους προσλαμβάνει και γιατί. Εξάλλου γι’ αυτόν τον λόγο εάν ερωτηθεί στη Βουλή ο υπουργός Τύπου, οφείλει να δώσει τους καταλόγους στον ερωτώντα βουλευτή. Αφού οι διαδικασίες της Βουλής είναι δημόσιες, άρα τα ονόματα θα δημοσιοποιηθούν χωρίς να υπάρχει παράβαση του νόμου.
Έτσι είναι ένα πράγμα να μην βγάζει ο ίδιος ο υπουργός τις «λίστες στα μανταλάκια» (δεν έχει την θεσμική υποχρέωση να το κάνει και καλώς δεν το έκαμε), κι άλλο πράγμα να ρίχνεται η σκιά ότι η πιθανή δημοσιοποίηση «αντιβαίνει στη νομοθεσία περί προστασίας προσωπικών δεδομένων», όπως αναφέρει στην επιστολή του προς τον πρόεδρο της Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ), ο υπουργός Επικρατείας κ. Θ. Ρουσόπουλος. Δεν την αντιβαίνει, διότι το έννομο αγαθό της (έστω νομότυπα) διαχείρισης του δημοσίου χρήματος, υπερτερεί του έννομου αγαθού της «ιδιωτικής ζωής». Εξάλλου δεν είναι ντροπή να εργάζεται κάποιος στο Δημόσιο. Ούτε μπορεί να πιστεύει κάποιος ότι προστατεύεται η ιδιωτική του ζωή (σε ότι αφορά τα επαγγελματικά του) όταν εργάζεται στο Δημόσιο. Η ίδια η σύμβαση εργασίας αποτελεί (έστω άρρητα) αποποίηση της προστασίας του «προσωπικού δεδομένου εργασία». Οτιδήποτε γίνεται στο Δημόσιο, αποτελεί δημόσια περιουσία -δεν τίθεται θέμα ιδιωτικότητας.
Εκ των πραγμάτων λοιπόν η δημοσιοποίηση των ονομάτων όσων εργάζονται στο Δημόσιο έπεσε στο Διοικητικό Συμβούλίο της ΕΣΗΕΑ. Είναι σίγουρο ότι πιθανή απόκρυψη θα απαξίωνε ραγδαία το δημοσιογραφικό επάγγελμα μιας και θα εδίδετο η εντύπωση στον ελληνικό λαό ότι «όλοι το ίδιο είναι, και ότι όλοι θέλουν να κουκουλώσουν τα πράγματα». Οι κατάλογοι αυτοί, λοιπόν, ορθώς δημοσιοποιούνται όχι μόνο διότι έτσι επιτάσσει η Δημοκρατία, αλλά και γιατί πρώτοι οι δημοσιογράφοι έπρεπε να δείξουν ότι δεν φοβούνται την δημοσιότητα. Πως θα ζητούσαν οι δημοσιογράφοι πιο προσωπικά στοιχεία -π.χ. το «πόθεν έσχες» του πολιτικού κόσμου- αν οχυρώσουν τα του οίκου τους πίσω από την φιλολογία περί «προσωπικών δεδομένων»; Με τι μούτρα θα απαιτούσαν π.χ. την σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου μιας τράπεζας, αν αυτή η τράπεζα οχυρωθεί πίσω από την ίδια φιλολογία;
Στην αίθουσα εκδηλώσεων της Ενώσεως Συντακτών υπάρχει φαρδιά-πλατιά και πάνω-πάνω η ρήση του δημοσιογράφου Ι. Ι. Μάγερ: «Η δημοσίευση είναι η ψυχή της Δικαιοσύνης». Αυτή τη φράση που υιοθέτησε η Ένωση Συντακτών έγιναν πράξη σήμερα, από την ίδια την Ένωση. Οι κατάλογοι που εδόθησαν χθες από τον υπουργό Επικρατείας δημοσιοποιήθηκαν στον δικτυακό τόπο της ΕΣΗΕΑ σήμερα. Δεν ήταν προς χρήση αποκλειστικά του Διοικητικού Συμβουλίου, αλλά όλων των δημοσιογράφων που τους εκλέγουν. Ορθώς και νομίμως λοιπόν δόθηκαν στη δημοσιότητα, όπως ορθώς και νομίμως θα δοθούν στις 5 Απριλίου 2005 οι λίστες των εργαζομένων το 2004. Οι δημοσιογράφοι δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν, πολύ δε περισσότερο τη δημοσιότητα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 1.2.2005