Χρόνο με το χρόνο η Έκθεση φθίνει, μένει εκτός εποχής. Γίνεται ένα κρατικό πανηγύρι, για να βρίσκονται τα στελέχη του κρατικού τομέα.
Το 1926 ιδρύθηκε ο πρώτος ραδιοσταθμός στα Βαλκάνια. Ο πρωτοπόρος του είδους Χρήστος Τσιγγιρίδης είχε εγκαταστήσει το σταθμό σπίτι του, στη Θεσσαλονίκη. Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε το 1926 από ένα φωτισμένο άνθρωπο ονόματι Νικόλαος Γερμανός. Σχεδόν άμεσα αγκάλιασε το νέο μέσο. Από το 1928 το «Ράδιο Τσιγγιρίδη» εγκαταστάθηκε στο χώρο της ΔΕΘ. Την περίοδο μάλιστα λειτουργίας της έκθεσης μεταδιδόταν και διαφημίσεις προϊόντων, από επιχειρήσεις που συμμετείχαν στο μεγάλη αυτή εμπορική διοργάνωση.
Και η ελληνική τηλεόραση οφείλει πολλά στη ΔΕΘ. Το 1960 ο Μάνος Ιατρίδης, τότε προϊστάμενος του Τμήματος Δημοσίων Σχέσεων της ΔΕΗ, πρότεινε την εγκατάσταση τηλεοπτικού σταθμού στην 25η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Έτσι ο πρώτος πειραματικός σταθμός ελληνικής τηλεόρασης λειτούργησε το 1961 στη Θεσσαλονίκη από τη ΔΕΗ στα πλαίσια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.
Οι δύο αυτές ιστορίες είναι χαρακτηριστικές για τον ρόλο που είχε στο παρελθόν η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης που φέτος ανοίγει για 70η φορά τις πύλες της. Η έκθεση δεν υπήρξε απλώς μια εμποροπανήγυρις, ούτε μια απλή διοργάνωση για να εκθέτουν οι επιχειρήσεις τα προϊόντα τους και να κάνουν εμπορικές συναλλαγές. Ήταν χορηγός και φορέας νέων τάσεων στην ελληνική κοινωνία. Δεν ήταν μια διαδικασία για να ξεσκάσουν χιλιάδες (κρατικοδίαιτων κυρίως) Αθηναίων. Εισήγαγε νέες τεχνολογίες και δι’ αυτών νέες αντιλήψεις στην ελληνική κοινωνία. Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης βρισκόταν στην πρωτοπορία της ελληνικής πραγματικότητας.
Σήμερα το νέο πράγμα στα media δεν είναι το ραδιόφωνο ούτε η τηλεόραση. Είναι το Διαδίκτυο. Αν θέλει, λοιπόν, κάποιος να δει τις διαφορές της ΔΕΘ παλιότερα με τη σημερινή δεν έχει παρά να πάει στον δικτυακό της τόπο (www.tif.gr). Εκεί δεν θα βρει σχεδόν τίποτε, πέρα από τα διαφημιστικά που κάθε δημόσιος οργανισμός (ο οποίος δεν σέβεται τις δυνατότητες του Διαδικτύου) προσφέρει. Δεν υπάρχει καν η ιστορία του θεσμού -ούτε καν μια αναφορά στον ιδρυτή της έκθεσης τον λαμπρό Νικόλαο Γερμανό. (Σ.Σ.: κάποια στοιχεία μπορεί να βρει κάποιος στο κατ’ έτος επαναλαμβανόμενο αφιέρωμα του Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων). Δεν θα χαριτολογούσαμε λοιπόν αν λέγαμε ότι η φετινή Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης χαρακτηρίζεται από την αναπαλαίωσή της διά της νεκρανάστασης του Φεστιβάλ Τραγουδιού.
Αλλά και από οικονομική σκοπιά αν το δούμε, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι στην εποχή της μεγάλης εξειδίκευσης, οι γενικές εκθέσεις (σαν αυτή που γίνεται τον Σεπτέμβριο στην Θεσσαλονίκη) είναι παρωχημένες. Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλο τον κόσμο. Είναι λογικό: ουδείς επιχειρηματίας πρόκειται να εκθέσει π.χ. υπολογιστές σε μια πανήγυρη όπου εκτίθενται και ρούχα. Έτσι η διοργάνωση του Σεπτεμβρίου δεν παίζει πλέον κανένα ρόλο στην ελληνική οικονομία, πέρα από το να επιβαρύνει τους προϋπολογισμούς των δημόσιων υπηρεσιών, οι οποίες αποτελούν και την πλειονότητα των εκθετών.
Χρόνο με τον χρόνο η Έκθεση γίνεται για τη συνείδηση της πλειοψηφίας των Ελλήνων κάτι σαν αγιασμός της ετήσιας οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, συν ευκαιρία για γκρίνια των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Χρόνο με το χρόνο η ΔΕΘ γίνεται στη συνείδηση των γνωμηγητόρων και των πολιτικών της Αθήνας μια καλή αφορμή για «ντόλτσε βίτα», με λίγο έρωτα, πολύ μπουζούκι και περισσότερο φαγητό. Χρόνο με το χρόνο η Έκθεση φθίνει, μένει εκτός εποχής. Γίνεται ένα κρατικό πανηγύρι, για να βρίσκονται τα στελέχη του κρατικού τομέα. Αυτό το γνωρίζουν όλοι οι παροικούντες. Το ερώτημα είναι τι θα κάνουν…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 28.8.2005