Το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ σήμερα δεν είναι η ένταση του αντιπολιτευτικού του λόγου, αλλά το περιεχόμενό του.
Στην Ελλάδα έχουμε ξεχάσει ότι η λέξη αντιπολίτευση είναι σύνθετη. Συνηθίσαμε τόσο πολύ στο «αντί» και ξεχνάμε το δεύτερο συνθετικό που έχει να κάνει με την πολιτική ως διαδικασία προαγωγής συμφερόντων κοινωνικών τάξεων, αλλά και του τόπου. Εξ ου και πολλοί γνωμηγήτορες θεωρούν την αντιπολίτευση εύκολη δουλειά. Κάτι σαν αντίστροφη ηχώ της κυβέρνησης. Λέει σε κάτι «ναι» η κυβέρνηση, «όχι» αποκρίνεται η αντιπολίτευση. «Άσπρο» η κυβέρνηση; «Μαύρο» η αντιπολίτευση. Με τη λογική πορεύεται η κυβέρνηση; Την κακώς εννοούμενη ευαισθησία προτάσσει η αντιπολίτευση.
Αυτού του τύπου η αντιπολίτευση είναι πανεύκολη δουλειά και γι’ αυτό ίσως ασκήθηκε επί τόσο μακρόν στον τόπο. Υπονόμευσε κυβερνήσεις, αλλά υπονόμευσε και τις αντιπολιτεύσεις όταν εκλήθησαν να κυβερνήσουν. Κυρίως, όμως, υπονόμευσε τα συμφέροντα του τόπου. Πόσο διαφορετικό θα ήταν, για παράδειγμα, το τοπίο στις τηλεπικοινωνίες, στην κοινωνία της γνώσης και κατ’ επέκτασιν στην οικονομία, αν το ΠΑΣΟΚ, απέναντι στην πολιτική απελευθέρωσης της αγοράς, δεν υιοθετούσε το αλήστου μνήμης σλόγκαν «μια μετοχή του ΟΤΕ κι αυτή να ανήκει στο κράτος»; Πόσο διαφορετική θα ήταν η εξωτερική μας πολιτική αν η αξιωματική αντιπολίτευση της περιόδου 1990-1993 δεν έριχνε λάδι στη φωτιά της «σκοπιανοφοβίας»; Και πόσο διαφορετική θα ήταν η διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μετά το 1993 αν δεν κουβαλούσε την κληρονομιά του προηγούμενου παραλογισμού;
Πολλοί ψέγουν τον κ. Γιώργο Παπανδρέου ότι «δεν ασκεί την αντιπολίτευση που πρέπει στη Νέα Δημοκρατία». Εννοούν ότι δεν μπήγει τις φωνές όσο συχνά αυτοί θα ήθελαν. Πιστεύουν ότι έτσι εξασφαλίζεται σίγουρα μια δεύτερη τετραετία της κυβέρνησης Καραμανλή και πιθανότατα η κυριαρχία του στο «μεσαίο χώρο». Πιθανώς να έχουν δίκιο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αν ακολουθούσε πολιτική κραυγών θα είχε τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Ο τρόπος και ο τόνος της αντιπολίτευσης δεν είναι η μοναδική συνιστώσα στο πολιτικό παίγνιο. Έχουν κάποια σημασία, αλλά δεν γνωρίζουμε καν αν είναι η βαρύνουσα.
Το πρόβλημα, όμως, σήμερα του ΠΑΣΟΚ δεν είναι η ένταση του αντιπολιτευτικού του λόγου, αλλά το περιεχόμενό του. Πολλά από τα στελέχη του -κομματικά, αλλά και στον ευρύτερο χώρο- είναι τόσο προσηλωμένα στο δένδρο της κάλπης που χάνουν το δάσος των προβλημάτων. Τι μπορεί να πει, για παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ, αν κατά τα θρυλούμενα ο κ. Καραμανλής ανακοινώσει την άρση της μονιμότητας για τους νεοεισερχόμενους στις Δημόσιες Επιχειρήσεις Κοινής Ωφελείας (ΔΕΚΟ); Το «όχι» είτε τσιριχτά εκστομιστεί είτε ψιθυριστά είναι παραλογισμός. Το «ναι» είναι ποινικοποιημένο από κείνους που θέλουν να διαφεντέψουν την πελατεία του κόμματος.
Όλα τα παραπάνω, φυσικά, δεν σημαίνουν ότι η αντιπολίτευση πρέπει να συναινεί με κάθε πρόταση της κυβέρνησης. Αντιθέτως. Εχθρός ενός καλού μέτρου είναι μια καλύτερη πρόταση, εχθρός ενός κακού μέτρου πρέπει να είναι σύσσωμη η αντιπολίτευση. Έτσι λειτουργεί σωστά η Δημοκρατία: βελτιώνοντας τα καλά κι αποτρέποντας τα κακά. Αυτό όμως χρειάζεται πολλή δουλειά σε σχέση με την παβλοφικού τύπου αντιπολίτευση. Χρειάζεται στενή παρακολούθηση των τεκταινομένων, συζήτηση, επεξεργασία θέσεων, προτάσεις κι επειδή εκ των πραγμάτων οι τελευταίες θα είναι σύνθετες χρειάζεται εκλαΐκευση για να καταλάβει ο μέσος πολίτης πού και γιατί διαφωνεί η αντιπολίτευση. Κι εκεί βρίσκονται τα δύσκολα για το ΠΑΣΟΚ. Να κάνει δηλαδή ουσιαστική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση, αντιπολίτευση η οποία πιθανότατα θα είναι λιγότερο «αντί», αλλά σίγουρα περισσότερο πολιτική.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 29.8.2005