Η χώρα και ειδικά η πρωτεύουσα, ζει επικίνδυνα. Πάντα, κάποια ζωτική λειτουργία του συστήματος βρίσκεται «στο κόκκινο».
Oυφ! Φτηνά τη γλιτώσαμε κι αυτήν τη φορά. Πέρασε ο καύσωνας και εκτός κάποιων μεμονωμένων (και προφανώς τυχαίων) περιστατικών στην τροφοδοσία ρεύματος, δεν σημειώθηκε «μπλακ άουτ». Να ευχαριστήσουμε γι’ αυτό τους χιλιάδες εργαζομένους και τα στελέχη της επιχείρησης, αλλά τα νέα ιστορικά ρεκόρ στην κατανάλωση του ρεύματος πρέπει να μας προβληματίσουν. Μέχρι πότε θα ζούμε με το άγχος μια γενικής διακοπής στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας; Θα ζούμε διαρκώς σε καθεστώς συναγερμού; Παλαιότερα οι τίτλοι των εφημερίδων μάς προειδοποιούσαν κάθε καλοκαίρι για λειψυδρία. Εβρεξε, γέμισαν προσωρινά οι αποταμιευτήρες και ξεχάσαμε το πρόβλημα. Τώρα, υπάρχει ο κίνδυνος «μπλακ άουτ». Αύριο ποιος ξέρει ποια άλλη πληγή θα πρέπει να μας ανησυχεί; Η χώρα και ειδικά η πρωτεύουσα, ζει απερίσκεπτα. Πάντα, κάποια ζωτική λειτουργία του συστήματος βρίσκεται «στο κόκκινο».
Ετσι, μπορεί και φέτος οι ανησυχίες να μην επαληθεύτηκαν, τα προβλήματα όμως παραμένουν. Το γεγονός ότι αγγίξαμε την κατανάλωση των 10.000 MW (με πάτο του βαρελιού στα 10.700 MW) χωρίς «μπλακ άουτ» δεν πρέπει να μας εφησυχάσει. Αντιθέτως, τώρα είναι η ευκαιρία να συζητήσουμε νηφάλια το ζήτημα, διότι την επομένη κάθε μεγάλης ζημιάς ο δημόσιος διάλογος στη χώρα δεν επικεντρώνεται στο πρόβλημα και τις λύσεις του. Απλώς οι «κυνηγοί δημοσίων κεφαλών» ψάχνουν μέσω των τηλεπαραθύρων υπεύθυνους. Είναι γνωστή η ρητορική: «Είναι δυνατόν στην Ελλάδα του 2006…», ή «σε μια ευρωπαϊκή χώρα…», ή «σε μια χώρα που διοργάνωσε Ολυμπιακούς Αγώνες να συμβεί αυτό;» Και ποιος είναι ο υπεύθυνος για να του φορτώσουμε όλα τα κρίματα από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και εντεύθεν;
Η «ευρωπαϊκή Ελλάδα του 2006, η χώρα που διοργάνωσε Ολυμπιακούς Αγώνες», ζει διαρκώς «στο κόκκινο». Από τα μεγάλα (π.χ. τα δημοσιονομικά) μέχρι τα μικρότερα (π.χ. την αδιάλειπτη παροχή ηλεκτρικού ρεύματος). Κάθε αρνητική συγκυρία υπενθυμίζει τις δομικές αδυναμίες του συστήματος, αλλά εμείς κλείνουμε τα μάτια. Ψάχνουμε να βρούμε ευθύνες και υπευθύνους. Χειρότερα προχωρούμε σε φαινομενικώς ανέξοδα μπαλώματα που ταιριάζουν στις επικοινωνιακές ανάγκες τη στιγμή της κρίσης, αλλά δεν λύνουν τα προβλήματα.
Για παράδειγμα: τον επόμενο χειμώνα θα παιχθεί και πάλι η «κωμωδία της Εθνικής Οδού». Η κυβέρνηση θα στοιχηματίζει ότι θα μείνει ανοιχτή και τα κανάλια ότι θα κλείσει. Ο δρόμος θα παραμείνει καθαρός από χιόνια, ενώ θα έχει απαγορευτεί η κυκλοφορία των φορτηγών. Θα υπάρχει δηλαδή η «όμορφη εικόνα» ενός αποχιονισμένου αλλά εντελώς άχρηστου δρόμου. Το δομικό πρόβλημα της χώρας να εξυπηρετείται αποκλειστικά από μια διάβαση (η οποία μάλιστα χρησιμοποιείται και για όλες τις εμπορευματικές μεταφορές) δεν θα μπει σε ρότα διόρθωσης. Ετσι κάθε χειμώνα η χώρα θα κόβεται στα δύο, ενώ κυβέρνηση και αντιπολίτευση θα βάζουν επικοινωνιακά στοιχήματα.
Ο διαρκής κίνδυνος «μπλακ άουτ» αναδεικνύει σημαντικότερες της καλής συντήρησης των δικτύων δυσλειτουργίες. Οταν ο μισός πληθυσμός της χώρας ζει σε ένα τσιμεντωμένο λεκανοπέδιο, κάθε μετεωρολογικό φαινόμενο μπορεί εύκολα να προκαλέσει καταστροφή. Δεν γνωρίζουμε για παράδειγμα πόσα από τα 10.000 MW καταναλώθηκαν για την ψύξη των όγκων σκυροδέματος της πρωτεύουσας. Μια πιο ισόρροπη δημογραφικά ανάπτυξη θα απαιτούσε μικρότερη ποσότητα ενέργειας, για ένα φαινόμενο, το οποίο δεν είναι δα και πρωτοφανές. Βέβαια, ο υδροκεφαλισμός της χώρας είναι ζήτημα που δεν μπορεί να λυθεί φέτος το καλοκαίρι. Χρειάζεται μακροχρόνιο σχεδιασμό, ο οποίος δυστυχώς δεν δημιουργεί τηλεοπτικά χάπενινγκ για να συγκινήσει τους πολιτικούς. Ετσι χωρίς σχεδιασμό βρισκόμαστε διαρκώς με την ψυχή στο στόμα. Είτε κάνει ζέστη το καλοκαίρι είτε βρέχει το φθινόπωρο είτε χιονίζει τον χειμώνα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 23.8.2006