Παρ’ όλο που ο πήχυς είναι πολύ χαμηλά, η κυβέρνηση αδυνατεί να τον περάσει.
Ζούμε σε εποχή χαμηλών προσδοκιών. Λογικό, διότι έχουμε αυτήν την κυβέρνηση. Ολοι ήξεραν και πριν από τις εκλογές πως ο κ. Αλέξης Τσίπρας και η παρέα του δεν είναι ικανοί διαχειριστές. Εξάλλου, οι περισσότεροι υπουργοί, πριν καθίσουν στις καρέκλες της εξουσίας δεν είχαν διοικήσει ούτε περίπτερο. Επομένως, δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος που θα μπορούσε να περιμένει κάποια αποτελεσματικότητα, από εκείνους που έφαγαν τη ζωή τους αναλογιζόμενοι αν η επανάσταση παράγει δίκαιο. Σε κάποιο καφενέ, εννοείται…
Ο κ. Τσίπρας δεν έγινε πρωθυπουργός για να αντιμετωπίσει προβλήματα της καθημερινότητας. Υπερψηφίστηκε από το ένα τρίτο του ελληνικού λαού ως καταφερτζής. Ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά ένα –όχι και τόσο περίεργο– τρόπο έπεισε ότι θα πήγαινε στις Βρυξέλλες με τα πουκάμισα έξω και οι Ευρωπαίοι θα τρόμαζαν από το μέγεθος της πολιτικής του βούλησης. Σύμφωνα με το σενάριο, οι εταίροι σκιαγμένοι από τις θεωρίες περί «νέας Ευρώπης» θα μας έδιναν –και χωρίς να ρωτούν πολλά πολλά– όσα ζητούσαμε για να έχουμε ζωή χαρισάμενη. Φυσικά δεν τα κατάφεραν. Εμαθαν κατόπιν του πανηγυριού που οι ίδιοι έστησαν, πως πολλοί στην Ευρώπη θα χαίρονταν αν υλοποιούσαν τις απειλές τους για Grexit. Η οικονομία γονάτισε, κατά την εξάμηνη διαπραγμάτευση, αλλά τουλάχιστον στο χείλος του γκρεμού έκαναν στροφή 180 (και ουχί 360) μοιρών.
Ο δεύτερος λόγος για τις χαμηλές προσδοκίες του ελληνικού λαού είναι οι υψηλές προσδοκίες που είχε πριν από την κρίση. Οι πολίτες δεν διαμαρτύρονται πλέον γοερώς, διότι μπαΐλντισαν από την πολλή διαμαρτυρία των προηγούμενων χρόνων. Η αλήθεια είναι ότι προ δεκαετίας ή δεκαπενταετίας, υπήρχε βοή διαμαρτυρίας στα κανάλια ακόμη και όταν είχαμε το ένα δέκατο των σημερινών προβλημάτων. Με τις πρώτες νιφάδες του χιονιού άρχιζαν οι οιμωγές: «μα πού είναι το κράτος;». Το ρωτούσαν ακόμη και εκείνοι που παρά τις προειδοποιήσεις της Τροχαίας έβγαιναν χωρίς αλυσίδες και χιονολάστιχα στους δρόμους και μετά περίμεναν κάποιο κανάλι να πουν τον πόνο τους. Τότε τα κανάλια είχαν λεφτά και συνεργεία να τρέξουν στους τόπους της γκρίνιας. Είχαν και περίσσευμα λυρισμού για να ντύσουν κάθε ρεπορτάζ.
Γενικώς, υπήρχε η ψευδαίσθηση ότι μπαίνοντας στην ΟΝΕ γίναμε αυτόματα Ευρωπαίοι· ότι είχαμε λύσει όλα τα οργανωτικά προβλήματα και το μόνο που απέμενε ήταν να απολαύσουμε τους καρπούς της προσπάθειάς μας. Μπορεί πάλι να οφείλεται και στο γεγονός ότι οι επαγγελματίες της γκρίνιας ήταν τότε στην αντιπολίτευση, ψέγοντας από καθέδρας τους πάντες, ενώ τώρα είναι στην κυβέρνηση.
Οπως και να έχει το ζήτημα πάντως, εκείνη η υπερβάλλουσα προσφορά διαμαρτυρίας από τα κανάλια οδήγησε να έχουμε έναν από τους ακριβότερους μηχανισμούς αποχιονισμού της Εθνικής Οδού στην Ευρώπη· ειδικά στο κομμάτι που είναι κοντά στην Αθήνα, δηλαδή στην εμβέλεια κάλυψης των πανελλαδικών καναλιών. Αυτή η σπατάλη είναι ορατή από τον δρόμο. Σε υπόστεγα βρίσκονται πανάκριβα μηχανήματα άχρηστα 365 μέρες τον χρόνο.
Σήμερα, λοιπόν, παρ’ όλο που ο πήχυς είναι τόσο χαμηλά, η κυβέρνηση αδυνατεί να τον περάσει. Δεν μπορεί κι αυτό το κατανοούν όλοι. Ακόμη κι εκείνοι που το 2015 πήγαν για τα πολλά και τώρα, το 2017, έχουν μια κυβέρνηση που δεν μπορεί να μεριμνήσει ούτε για τρεις μέρες κακοκαιρίας…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 13.1.2017