Συνηθίζει η κυβέρνηση να μεταφέρει ευθύνες σε πλάτες τρίτων· την ακρίβεια σε «εισαγόμενο πληθωρισμό», την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ουκρανία, τις πυρκαγιές στα «ακαθάριστα οικόπεδα» κ.ο.κ. Σε όλα αυτά υπάρχουν ψήγματα αλήθειας, αλλά δεν εξηγούν συνολικώς το πρόβλημα, ή –ακόμη χειρότερα– σκεπάζουν χρόνιες παθογένειες με αποτέλεσμα τη διαιώνισή τους.
Στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης ο πρωθυπουργός το τερμάτισε. Στην ερώτηση «Πότε θα αποφασίσετε για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή την Πρόεδρο και με ποια κριτήρια; Και αν θα αξιοποιήσετε τη νέα πλέον αναθεωρημένη συνταγματική διάταξη, όπου αρκούν οι 151 ψήφοι ή αν θα αναζητήσετε ευρύτερες συναινέσεις;» μετέφερε την ευθύνη στα μέσα ενημέρωσης.
«Λυπάμαι για την ανακύκλωση αυτής της συζήτησης», είπε. «Θεωρώ, όμως, πάρα πολύ άδικο και για την ίδια (σ.σ. την Πρόεδρο της Δημοκρατίας) και για τον θεσμό το γεγονός ότι ανακυκλώνεται μια διαρκής συζήτηση γύρω από το πρόσωπο του επόμενου ή της επόμενης Προέδρου της Δημοκρατίας πριν από την ώρα της» (Θεσσαλονίκη, 8.9.2024).
Βεβαίως υπάρχει ένας απλός τρόπος να σταματήσει η συζήτηση και να μη στεναχωριέται τζάμπα ο πρωθυπουργός. Να ξεκαθαρίσει ότι θα ακολουθήσει την πεπατημένη των κυβερνήσεων της Μεταπολίτευσης, που στη δεύτερη θητεία τους πρότειναν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας που είχαν προτείνει κατά την πρώτη τετραετία. Δεν έγινε κουβέντα το 2000 που επανεξελέγη ο Κωστής Στεφανόπουλος, ούτε το 2008 όταν επανεξελέγη ο Κάρολος Παπούλιας.
Αντιθέτως, γινόταν μεγάλη βαβούρα πριν από το 1985, όταν ετέθη το ζήτημα της επανεκλογής του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Μάλιστα τότε ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν κατηγορηματικός. Οποτε ερωτάτο αν το ΠΑΣΟΚ θα υπερψηφίσει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, απαντούσε «γιατί, βλέπετε κανέναν καλύτερο;». Τελικώς υπέκυψε στις σειρήνες του αυριανισμού.
Ο Τζορτζ Στεφανόπουλος, μετά την εμπειρία του ως εκπροσώπου του Λευκού Οίκου, είχε μια συμβουλή για τους διαδόχους του. «Αν όλα πάνε στραβά, ρίξτε το φταίξιμο στον Τύπο», έγραψε στα απομνημονεύματά του. Δεν φταίνε λοιπόν τα μέσα ενημέρωσης για την «ανακύκλωση αυτής της συζήτησης», και το τελευταίο πράγμα που θα ήθελαν είναι να στεναχωρήσουν τον πρωθυπουργό.
Η συζήτηση γίνεται δημοσίως από στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, σίγουρα κουβεντιάζεται εντός της κυβέρνησης και πιθανότατα στο Μαξίμου συζητούν τα υπέρ και τα κατά ενός θέματος που κανονικώς δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Δεν τη γεννάνε ούτε την ανακυκλώνουν οι δημοσιογράφοι, παρά την έμφυτη εμμονή τους να ασχολούνται περισσότερο με τα πρόσωπα παρά με πολιτικές.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 11.9.2024