Παλιά υπήρχε μια συζήτηση για τη σχέση του «προκλητικού ντυσίματος γυναικών» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) και των βιασμών. Μάλιστα, η ένδυση είχε γίνει επιχείρημα υπεράσπισης στα δικαστήρια! Την καλύτερη απάντηση σε αυτήν τη σαχλαμάρα έδωσε μια Αμερικανίδα φεμινίστρια: «Το να θεωρείς ότι το προκλητικό ντύσιμο στη γυναίκα δικαιολογεί ή ενθαρρύνει έναν βιαστή είναι σαν να θεωρείς ότι τα πατάκια με τη λέξη “καλωσήρθατε” στις εξώπορτες των σπιτιών δικαιολογούν ή ενθαρρύνουν τους διαρρήκτες».
Αναλόγως μπορεί να απαντηθεί και το ερώτημα που έθεσε ο κ. Ανδρέας Δρυμιώτης: «Αναλογιστείτε σε πόσους έχετε δώσει το e-mail σας και το κινητό σας τηλέφωνο. Τι σόι προσωπικό δεδομένο είναι το e-mail του καθενός μας, που το έχουν εκατοντάδες άνθρωποι; (…) Πώς μπορεί να έχω απαιτήσεις εμπιστευτικότητας για μια πληροφορία που την έχω μοιράσει σε εκατοντάδες ανθρώπους;» [«Προσωπικά δεδομένα (ευαίσθητα ή μη)», «Καθημερινή», 28.04.2024].
Το γεγονός ότι κάποιος καλωσορίζει εκατοντάδες ανθρώπους στην ηλεκτρονική του θυρίδα, δεν σημαίνει ότι έχουν δικαίωμα εισόδου τα υπόλοιπα 8 δισεκατομμύρια του πλανήτη. Σε αυτήν την παρεξήγηση και παραβίαση του ιδιωτικού χώρου οφείλονται τα αποκαλούμενα «μηνύματα σκουπίδια» (Junk Mail), αυτά «που παίρνω και διαγράφω (9 στα 10) προέρχονται από άγνωστους αποστολείς» (Ανδρ. Δρυμιώτης ό.π.). Ας μην ξεχνάμε ότι η έννοια της εμπιστευτικότητας, διαφέρει από την ιδιωτικότητα, και η συζήτηση για το τελευταίο ξεκίνησε πριν από 130 χρόνια με ένα μνημειώδες άρθρο δύο ανώτατων δικαστών στις ΗΠΑ, που είχε στον πυρήνα του «το δικαίωμα να σε αφήνουν ήσυχο», «the right to be left alone» (Samuel D. Warren, Louis D. Brandeis, «The Right to Privacy», Harvard Law Review 15.12.1890).
Στην περίπτωση της κ. Μισέλ Ασημακοπούλου υπήρξαν τρεις παράνομες πράξεις. Πρώτη ήταν η παραβίαση της εμπιστευτικότητας με τη διαρροή των ηλεκτρονικών διευθύνσεων από το υπουργείο Εσωτερικών προς το κυβερνών κόμμα. Οι πολίτες εμπιστεύτηκαν τα email τους σε έναν κρατικό φορέα για να κάνουν μία –και μόνο μία!- δουλειά και όχι να γίνουν αυτά τα δεδομένα φέιγ βολάν. Δεύτερη ήταν η προσπάθεια έστω ελαφράς αλλοίωσης του εκλογικού αποτελέσματος, αφού ο κρατικός μηχανισμός ευνόησε τον υποψήφιο ενός συγκεκριμένου κόμματος. Τρίτη ήταν η παραβίαση της ιδιωτικότητας των ψηφοφόρων, δηλαδή του δικαιώματος «να τους αφήνουν ήσυχους». Γράφαμε την Κυριακή (7.7.2024) ότι «οι διευθύνσεις (ταχυδρομικές και ηλεκτρονικές) βρίσκονται στο μεταίχμιο του ιδιωτικού με τον δημόσιο χώρο, αλλά δεν παύουν να είναι μέρος του πρώτου». Αυτά τα σύνορα πρέπει να υπερασπιστούμε…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 10.7.2024