Το Σύνταγμα πρέπει να είναι η δικλείδα ασφαλείας των πολιτών απέναντι στο εκ της φύσης του ισχυρό κράτος.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα παράμετρο που ξεπερνά την άγονη πλέον συζήτηση περί αναθεώρησης ή μη του άρθρου 16, έβαλε πρόσφατα με άρθρο του ο αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου κ. Σταύρος Τσακυράκης. Το σκεπτικό του είναι απλό και βαθύτατα δημοκρατικό: Το Σύνταγμα επιβάλλει κάποιες απαγορεύσεις, που αποτρέπουν τη συγκυριακή πλειοψηφία να μεταβάλλει τους κανόνες του πολιτικού παίγνιου, όπως και να κατοχυρώσει τα ατομικά δικαιώματα τα οποία εξ ορισμού δεν μπορούν να είναι έρμαια των διαθέσεων της εκάστοτε πλειοψηφίας.
Το ελληνικό Σύνταγμα όμως προχωρά πολύ μακρύτερα. Αναγορεύει τις πολιτικές για μη θεμελιώδη ζητήματα του παρόντος σε αρχές, δεσμεύοντας αέναα την κοινωνία και μην επιτρέποντας σε μελλοντικές πλειοψηφίες να ασκήσουν τη δική τους πολιτική. Γράφει ο κ. Τσακυράκης: «Αν στο Σύνταγμα θεσπίζονται κανόνες που δεν εκφράζουν κάποια θεμελιώδη αρχή παρά μόνο την αντίληψη αγαθού της πλειοψηφίας σε μια δεδομένη στιγμή, τότε γεννάται ζήτημα δημοκρατίας, διότι ουσιαστικά απαγορεύουμε στη μελλοντική πλειοψηφία να εφαρμόσει τη δική της, ενδεχομένως διαφορετική, αντίληψη αγαθού. Θα απλουστεύσω για να γίνω ακόμη πιο σαφής… Η αναθεώρηση του άρθρου 16 και η κατάργηση της απαγόρευσης πρέπει να είναι αυτονόητη ακόμη και για όσους είναι αντίθετοι στην ιδέα των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Είναι απολύτως θεμιτό να συνεχίζουν τον αγώνα τους για να πείσουν την πλειοψηφία να διατηρήσει την απαγόρευση, ψηφίζοντας σχετικό νόμο. Σε αυτό τον αγώνα μπορεί να τα καταφέρουν, μπορεί όχι’ αλλά έτσι διεξάγεται το δημοκρατικό παιχνίδι» («Χρειάζονται στο Σύνταγμα κανόνες για τα ΑΕΙ;» Ελευθεροτυπία, 27.12.2006).
Ο προβληματισμός αυτός έπρεπε να βρίσκεται πίσω από κάθε συνταγματική αναθεώρηση. Ιστορικά, τα συντάγματα δεν φτιάχτηκαν για να περιορίζουν τους πολίτες. Το κράτος έχει από τη σύστασή του αυτή την εξουσία. Φτιάχτηκαν για το ακριβώς αντίθετο: Να διασφαλίσουν ότι δεν θα υπάρξει από τους κυβερνώντες κατάχρηση εξουσίας -είτε οι κυβερνώντες ήταν εκ Θεού μονάρχες είτε στηριζόταν σε μια δημοκρατική πλειοψηφία. Το Σύνταγμα, δηλαδή, είναι η δικλίδα ασφαλείας των πολιτών απέναντι στο εκ της φύσης του ισχυρό κράτος, και όχι συμβόλαιο συντήρησης της ακινησίας κράτους ενάντια στις επιθυμίες των πολιτών.
Στην Ελλάδα, το Σύνταγμα χρησιμεύει για όλα πλην του βασικού του σκοπού. Κυρίως χρησιμεύει στο πολιτικό σύστημα να αποσείει τις ευθύνες του. Η προηγούμενη συνταγματική αναθεώρηση κατέδειξε ότι οι εκλεγμένοι βλέπουν τον καταστατικό χάρτη κάτι σαν την κλειδωνιά που βάζουν οι βουλιμικοί στα ψυγεία τους. Πολιτικές αποφάσεις που ήταν θέμα ενός απλού νόμου έγιναν συνταγματικές επιταγές, επειδή το πολιτικό προσωπικό δήλωσε αδυναμία να αντισταθεί στο… κακό. Τέτοια ήταν ο βασικός μέτοχος, το ασυμβίβαστο των βουλευτών, η απαγόρευση της μονιμοποίησης των συμβασιούχων κ.ά.
Το δεύτερο είναι ότι, στην Ελλάδα, το Σύνταγμα αντί να εξασφαλίζει δικαιώματα των πολιτών (π.χ. ελευθερολογία), διασφαλίζει περιορισμό των δικαιωμάτων. Ετσι γίνεται και με το άρθρο 16: Αντί το Σύνταγμα να διασφαλίζει το δικαίωμα των πολιτών να επιχειρούν (ατομικά ή συλλογικά) στην παιδεία, επιβάλλει απαγορεύσεις.
Το άρθρο 16 πρέπει να τροποποιηθεί, για πέραν της παιδείας λόγους. Κυρίως, για να γίνει ο καταστατικός χάρτης, Σύνταγμα ελευθερίας και όχι περιορισμών, τους οποίους ούτως ή άλλως θέτει ο κοινός νομοθέτης. Κι αυτό διότι, όπως ορθώς έγραψε και το μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου, «σε μια δημοκρατική κοινωνία πρέπει πρώτα να ρωτάμε γιατί να απαγορευθεί κάτι, πριν ρωτήσουμε γιατί να επιτρέπεται».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 11.1.2007