Δεν αρκεί η φραστική καταδίκη του φασισμού, αλλά η αποκοπή των ριζών που τον τρέφουν: ο εθνικισμός, η ξενοφοβία, η μισαλλοδοξία, ο διαχωρισμός των ανθρώπων αναλόγως καταγωγής, πεποιθήσεων, σεξουαλικών προτιμήσεων κ.λπ.
Τελικώς τι δίκασε το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων; Καταδίκασε μια συμμορία που έσφαζε, σακάτευε, τρομοκρατούσε ανθρώπους πολύ πριν γίνει κοινοβουλευτικό κόμμα; Καταδίκασε το κόμμα που στον πυρήνα του έχει την απεχθή ιδεολογία της εξόντωσης του άλλου; (Σημείωση: ο «άλλος» είναι άπαντες. Οι έχοντες διαφορετική εθνική καταγωγή, θρησκευτικές πεποιθήσεις, σεξουαλικές προτιμήσεις, άλλες κομματικές προτιμήσεις, ακόμη κι εκείνους που δεν γουστάρει ο φύρερ τους). Μήπως καταδίκασε την ιδεολογία της Χρυσής Αυγής, η οποία δεν είναι αρχαιοελληνική όπως βαυκαλίζονται οι εγκληματίες, αλλά από τα κατακάθια της γερμανικής ιστορίας, δηλαδή πούρα ναζιστική;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι κρίσιμη, διότι αφενός θα κρίνει τη μετέπειτα δικαστική εξέλιξη της υπόθεσης, αλλά (το κυριότερο) κρίνει την ουσία της Δημοκρατίας μας, η οποία όπως εύστοχα παρατήρησε ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, «ή θα είναι φιλελεύθερη ή δεν θα είναι Δημοκρατία» («Τα Νέα», 12.10.2020).
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, η υπερασπιστική γραμμή των καταδικασθέντων άρχισε να χτίζεται. Αρκεί να δούμε τις δηλώσεις του κ. Γιάννη Λαγού ότι «υπάρχουν προκαταλήψεις απέναντί μας», ή το σκεπτικό του δικηγόρου του κ. Κωνσταντίνου Πλεύρη που ζήτησε την εξαίρεση όλου του δικαστηρίου πλην εισαγγελέως («Απόρριψη ελαφρυντικών για την ηγετική ομάδα – Εμπλοκή στη δίκη», kathimerini.gr 12.10.2020). Αυτά κι άλλα χειρότερα θα πουν σε ανώτερα δικαστήρια – και στο Ευρωπαϊκό θα αναφέρουν την υπερκομματικοπατριωτική παρέμβαση του κ. Γιάννη Ραγκούση στη Βουλή, που ζητούσε από τον υπουργό Εσωτερικών να υποβάλει άμεσα «πρόταση, μέχρι το μεσημέρι να καταθέσει τροπολογία για τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων των εγκληματιών της Χρυσής Αυγής» (8.10.2020). «Γιατί μόνο της Χρυσής Αυγής;», θα αναρωτηθούν δήθεν αθώα οι δικηγόροι των καταδικασθέντων, μεταθέτοντας τη συζήτηση από τα φονικά, τους τραμπουκισμούς κ.λπ. σε υποτιθέμενη δίωξη του φρονήματος των μαχαιροβγαλτών. Για το τελευταίο, μάλιστα, μπορεί να καλέσουν ως μάρτυρες διάφορους φωστήρες της Αριστεράς που με εξαιρετική επιπολαιότητα αποφαίνονται ότι το δικαστήριο δεν καταδίκασε απλώς μία ομάδα εγκληματιών, αλλά μια εγκληματική ιδεολογία. «Ιδού», θα πουν, «ακόμη και οι εχθροί μας παραδέχονται ότι δικαστήκαμε για τις ιδέες μας».
Στη μόνη Δημοκρατία που μπορεί να υπάρξει, δηλαδή τη φιλελεύθερη, ο λόγος δεν ποινικοποιείται και δεν απαγορεύεται όσο απεχθής κι αν είναι. Αυτός πρέπει να ξεριζώνεται καθημερινώς από τον πολιτικό διάλογο. Δεν αρκεί η φραστική καταδίκη του φασισμού, αλλά η αποκοπή των ριζών που τον τρέφουν: ο εθνικισμός, η ξενοφοβία, η μισαλλοδοξία, ο διαχωρισμός των ανθρώπων αναλόγως καταγωγής, θρησκευτικών πεποιθήσεων, σεξουαλικών προτιμήσεων κ.λπ. Τότε μόνο θα μπορούμε να πούμε ότι νίκησε η Δημοκρατία.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 13.10.2020