Γίνεται κοινή πεποίθηση ότι και «συσκότιση», και «συγκάλυψη» και «αδράνεια» υπάρχει στην υπόθεση των καταγγελιών για τον πρώην υπουργό κ. Αριστοτέλη Παυλίδη.
Δυστυχώς η υπόθεση Παυλίδη θα αφήσει περισσότερα τραύματα στον τόπο, από τον πιθανό χρηματισμό ενός υπουργού για να διευθετήσει προς όφελος κάποιου εφοπλιστή τις επιδοτήσεις για τις άγονες γραμμές. Τα μεγαλύτερα και πιο βαθιά τραύματα θα είναι στη Δικαιοσύνη από τη διογκούμενη αίσθηση των πολιτών ότι ο Αρειος Πάγος συνεργεί στο «κουκούλωμα κυβερνητικών σκανδάλων».
Τα γεγονότα: Υπάρχουν δύο καταγγελίες σχετικά με διαδικασίες επιδότησης των άγονων γραμμών, οι οποίες δεν αγγίζουν απλώς, αλλά αγκαλιάζουν τον πρώην υπουργό Ναυτιλίας κ. Αριστοτέλη Παυλίδη. Η μία χρονολογείται από το 2005 μετά από καταγγελίες του δημάρχου Τήλου (που έφτασαν με δύο επιστολές και στον πρωθυπουργό). Ο εισαγγελέας Ρόδου κινήθηκε αυτεπάγγελτα και μόλις έφτασε στο όνομα του υπουργού έπραξε κατά πώς επιτάσσει το Σύνταγμα: κατέβασε το μολύβι και έστειλε την υπόθεση για διερεύνηση από τη Βουλή. Παρενέβη, όμως, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο οποίος έκρινε ότι δεν πρέπει να υπάρξει περαιτέρω διερεύνηση. Ετσι η δικογραφία χάθηκε στον λαβύρινθο της Δικαιοσύνης, επ’ ωφελεία φυσικά της κυβέρνησης.
Ετσι, ενώ παλιότερα οργιζόμασταν για το ακαταδίωκτο των υπουργών που επιφύλασσε ο διαβόητος νόμος περί ευθύνης των, τώρα έκλεισε και η τελευταία χαραμάδα. Οι υποθέσεις δεν φτάνουν καν στη Βουλή για διερεύνηση: μεσολαβεί ο Αρειος Πάγος, η ηγεσία του οποίου μάλιστα διορίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Η παρέμβαση αυτή είναι αντισυνταγματική. Σύμφωνα με τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου κ. Νίκο Αλιβιζάτο «η Βουλή είναι μόνη αρμόδια να κρίνει εάν μια δικογραφία πληροί τις προϋποθέσεις για την κίνηση της ποινικής διαδικασίας κατά υπουργού… Η ανάμιξη του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν είναι θεμιτή. Ιδίως όταν πρόκειται για πρόσωπα που επιλέγονται με πολιτικές αποφάσεις» («Ελευθεροτυπία» 19.8.2007). Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο αυτό: ακόμη κι αν η απόφαση του επιλεγμένου από την κυβέρνηση εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι σωστή, ουδείς θα πιστέψει την αμεροληψία του.
Η δεύτερη περίπτωση είναι πιο καραμπινάτη. Ενας εφοπλιστής καταγγέλλει (με αποδεικτικά στοιχεία βίντεο και επιταγές) τον κ. Π. Ζαχαρίου (διευθυντή του γραφείου του πρώην υπουργού) για χρηματισμό ενός περίπου εκατομμυρίων ευρώ. Καταγγέλλει επίσης ότι ο κατηγορούμενος για χρηματισμό κατονόμασε τον πρώην υπουργό κ. Παυλίδη ως τελικό αποδέκτη των χρημάτων. Η υπόθεση ξεκινά από τον Απρίλιο του 2007, ενημερώνονται κορυφαία στελέχη της Νέας Δημοκρατίας και ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Την πρώτη Αυγούστου ο εισαγγελέας κ. Ισ. Ντογιάκος ασκεί δίωξη σε βαθμό κακουργήματος κατά του κ. Ζαχαρίου, αλλά δεν στέλνει την υπόθεση στη Βουλή για να ελεγχθούν πιθανές ευθύνες του πρώην υπουργού κ. Παυλίδη, παρά το γεγονός ότι -σύμφωνα πάντα με τον έγκριτο καθηγητή κ. Νίκο Αλιβιζάτο- «το Σύνταγμα χρησιμοποιεί τη λέξη «αμελλητί» (άρθρο 86 παρ. 2β’)» («Τα Νέα» 18.8.2008).
Παρά τα όσα δηλώνει ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Χατζηγάκης, γίνεται κοινή πεποίθηση πλέον ότι και «συσκότιση», και «συγκάλυψη» και «αδράνεια» υπάρχει στην υπόθεση των καταγγελιών για τον πρώην υπουργό κ. Αριστοτέλη Παυλίδη. Κι αυτό δυστυχώς δεν πλήττει μόνο την κυβέρνηση. Πλήττει και τη Δικαιοσύνη.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 20.8.2008