Το πρόβλημα της Ελλάδος δεν είναι μόνο ο κάλπικος πρωταθλητισμός. Το βασικό που πρέπει να μας ανησυχήσει, είναι ότι δεν υπάρχει σχεδιασμός ούτε για το προφανές.
O κόσμος το ‘χε τούμπανο κι εμείς τρανό καμάρι. Κάθε φορά που κάποιο ξένο έντυπο διατύπωνε απορίες για την παράξενη εκτόξευση του κ. Κώστα Κεντέρη στην Ολυμπιάδα του Σίδνεϊ και την εξίσου παράδοξη άνοδο της κ. Φανής Χαλκιά στην Ολυμπιάδα της Αθήνας, σύσσωμος σχεδόν ο ελληνισμός ονειρευόταν «διεθνείς συνωμοσίες που είχαν στόχο να αμαυρώσουν τη χώρα». Διατυπώνονταν ευφάνταστα σενάρια και μόνο ένα δεν θέλαμε να σκεφτούμε: «Ρε, μπας και…» Αντιθέτως, το κοινό ντοπαρίστηκε τόσο πολύ με τη συνωμοσιολογία που ξέσπασε σε γιούχα κατά των Aμερικανών αθλητών στον τελικό των 200 μέτρων της Αθήνας.
Αυτή η αντίληψη βόλεψε πολλούς: Τους αθλητές και τους προπονητές με τα χρυσοπληρωμένα συμβόλαια. Τους αθλητικούς παράγοντες που πουλούσαν έργο και μετάλλια. Τον Τύπο που σπεκούλαρε με θηριώδη εξάστηλα για κάθε επιτυχία (με ή χωρίς εισαγωγικά). Μέχρι και τους πολιτικούς που έτρεχαν να φωτογραφηθούν με κάθε ευκαιρία. Εφερνε όμως μέρα με την ημέρα τη χώρα πιο κοντά στην απαξία. Αυτή που επισημάνθηκε απ’ όλο τον κόσμο και σε όλους τους τόνους στο Πεκίνο.
Το κυριότερο όμως συμπέρασμα από την έκρηξη κρουσμάτων ντόπινγκ (η Ελλάδα κατέχει την ατιμωτική πρώτη θέση) είναι ότι η χώρα δεν θέλει να μάθει. Το 2004 χτύπησε ένα μεγάλο καμπανάκι. Μέχρι τότε χτίζαμε το θαύμα του ανατολικογερμανικού τύπου αθλητισμού, χωρίς ουσιαστικά να μας ενοχλεί κανείς. Οι πολλές και ξαφνικές επιτυχίες των αθλητών δημιούργησαν αίσθηση παγκοσμίως. Δεν ήταν η ζήλια, που έβαλε την Ελλάδα στο στόχαστρο των ερευνών. Ετσι κι αλλιώς η ΔΟΕ, μετάλλια-εκπλήξεις θέλει για να παράγει όσο το δυνατόν καλύτερο θέαμα. Απλώς όλοι εξεπλάγησαν και άρχισαν να ψάχνουν, όπως έψαξαν και Aμερικανούς ολυμπιονίκες ή όπως ψάχνουν τώρα τους Τζαμαϊκανούς.
Τότε όμως κανείς δεν έλαβε το μήνυμα. Κυρίως δεν κατάλαβαν αυτοί που όφειλαν να καταλάβουν τι έρχεται, δηλαδή η κυβέρνηση και οι αθλητικοί παράγοντες. Τα πρώτα κρούσματα θετικών ελέγχων αντιμετωπίσθηκαν με τον γνωστό τρόπο: Με μεγαλόστομες ρητορείες, με όρκους και ακριβές μελέτες για την πάταξη του φαινομένου. Υπήρξαν και κάποια κούφια (όπως αποδεικνύεται από το αποτέλεσμα) μέτρα: Το 2005 φτιάξαμε «Εθνικό Συμβούλιο Καταπολέμησης του Ντόπινγκ»!
Ετσι, ενώ όλος ο κόσμος μάς περίμενε στη γωνία για να μας πιάσει στα πράσα, ο πρωθυπουργός φέτος τον Απρίλιο δήλωνε ότι «η Ελλάδα, υπήρξε πρωτοπόρος στα θέματα καταπολέμησης του ντόπινγκ, συμμετέχοντας σε όλα τα διεθνή όργανα και διοργανώνοντας διεθνείς συσκέψεις». Τόσο πρωτοπόρος ήταν η χώρα μας, που φέτος είχε τα περισσότερα κρούσματα παγκοσμίως!
Το πρόβλημα της Ελλάδος δεν είναι μόνο ο κάλπικος πρωταθλητισμός. Κρούσματα εμφανίζονται σε όλο τον κόσμο. Αυτό που πρέπει να μας θορυβήσει δεν είναι καν το γεγονός ότι, αντί να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα, τα θάβουμε κάτω από παχιές ρητορείες και Εθνικά Συμβούλια. Το βασικό που πρέπει να μας ανησυχήσει, είναι ότι δεν υπάρχει σχεδιασμός ούτε για το προφανές. Τα ραπίσματα που δεχόμαστε είναι πλέον αναμενόμενα. Βλέπουμε το κακό να έρχεται και μακαρίως το κοιτάμε.
Ψυχιατρικές διαγνώσεις για χώρες δεν γίνονται, αλλά όταν κάποιος δεν αντιδρά στα ερεθίσματα και τους κινδύνους του περιβάλλοντος, η επιστήμη τον χαρακτηρίζει «κατατονικό».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 21.8.2008