Αν, όπως λέει ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ κ. Νάσος Ηλιόπουλος, «είναι ευθύνη κάθε δημοκρατικού ανθρώπου να είναι αυτή τη στιγμή στο πλάι των μαθητών», δηλαδή των καταληψιών, τότε ποια είναι η ευθύνη των δημοκρατικών κυβερνήσεων; Το ρωτάμε διότι στον Ποινικό Κώδικα που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά την εκπνοή της θητείας του (Νόμος 4619, Ιούνιος 2019) υπάρχει το άρθρο 334 το οποίο διατήρησε την ποινικοποίηση των καταλήψεων: «Oποιος εισέρχεται παράνομα ή παραμένει παρά τη θέληση του δικαιούχου στην κατοικία άλλου ή στον χώρο που αυτός χρησιμοποιεί για την εργασία του ή σε χώρο περικλεισμένο που αυτός κατέχει τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή». Δεν θα έπρεπε η κυβέρνηση ενός κόμματος, που στήριξε όλες τις καταλήψεις, να καταργήσει τις σχετικές διατάξεις, έτσι ώστε να μην υπάρχει έδαφος για την «ποινικοποίηση των αγώνων» κάθε πικραμένου;
Εκτός αν –στο πλαίσιο του δόγματος «δύο μέτρα και δύο σταθμά», που διαχρονικώς πρεσβεύει η ελληνική Αριστερά– έχουμε αντιστροφή της διχοτομίας κοινωνική-ατομική ευθύνη, η οποία αναδείχθηκε λόγω κορωνοϊού. Να θυμίσουμε ότι στην έκκληση της κυβέρνησης για ατομική ευθύνη, προκειμένου να μην εξαπλωθεί η επιδημία, ο ΣΥΡΙΖΑ απαντά ότι αυτά είναι φτηνά κόλπα και ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να μεταθέσει τις ευθύνες της στους πολίτες. Αντιστρόφως, σε ό,τι αφορά τις καταλήψεις, οι πολίτες έχουν ατομική ευθύνη για τη στήριξή τους, αλλά δεν υπήρχε κοινωνική (βλέπε: κυβερνητική) ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ για να μην ποινικοποιούνται.
Για να σοβαρευτούμε, όσο τουλάχιστον το επιτρέπει η Αριστερά που έχουμε σε αυτόν τον τόπο: ορθώς η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποποινικοποίησε τις καταλήψεις, διότι αυτές είναι στέρηση του βασικού δικαιώματος των πολιτών να κινούνται ελευθέρως στους δημόσιους χώρους· δημόσιος χώρος είναι τα σχολεία. Πώς θα μας φαινόταν, για παράδειγμα, αν στο πλαίσιο του «δίκαιου αγώνα των πολιτών της Κυψέλης», κάποιοι νεοναζί καταλάμβαναν την πλατεία Βικτωρίας και ζητούσαν ελληνική ταυτότητα για να κάτσει κάποιος στο παγκάκι; Μην ξεχνάμε ότι όλοι θεωρούν τους αγώνες δίκαιους, αρκεί να είναι δικοί τους.
Η διαμαρτυρία είναι νόμιμη σε κάθε δημοκρατική χώρα, αρκεί να μην παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα τρίτων. Για αυτό επιτρέπονται οι διαδηλώσεις –ακολουθώντας βεβαίως κάποιους κανόνες σε ό,τι αφορά τη χρήση του δημόσιου χώρου– αλλά απαγορεύεται σε οποιαδήποτε ομάδα να στερήσει το δικαίωμα της πλειονότητας των μαθητών να διδαχθούν και να προκόψουν. Για αυτό επιτρέπεται η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, αλλά επίσης με κανόνες: όλοι μπορούν να γράψουν ό,τι τους καπνίσει στο Διαδίκτυο, αλλά δεν μπορούν να το χαράξουν στα μάγουλα κάποιου τρίτου, ή έστω στην πρόσοψη του σπιτιού του. Το μήνυμα της διαμαρτυρίας είναι ιερό, δεν πρέπει δηλαδή να λογοκρίνεται, αλλά τα μέσα της διαμαρτυρίας είναι ελέγξιμα, και ο έλεγχός τους γίνεται με τον καλύτερο τρόπο που γνώρισε η ανθρωπότητα, τον δημοκρατικό. Η πλειοψηφία διά του Κοινοβουλίου, δεν μπορεί να αποφασίζει ποια μηνύματα πρέπει να μεταδοθούν, αλλά πρέπει και μπορεί να αποφασίζει τους τρόπους μετάδοσής των. Αλλιώς, όπως έλεγε και ο αείμνηστος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Σταύρος Τσακυράκης, δεν μπορεί ένας καλλιτέχνης να σπρώξει στον γκρεμό έναν φίλο του για να απεικονίσει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 4.10.2020