Για όλα τα μεγάλα προβλήματα δεν συζητάμε την υπάρχουσα κακή κατάσταση, αλλά το κακό που θα προκύψει αν αλλάξει.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας δεν είναι η οικονομική χρεοκοπία. Είναι ότι ακόμη και στα αδιέξοδα αρνείται να αλλάξει πορεία. Ενα ολόκληρο σύστημα ιδεολογικής καθοδήγησης ψιθυρίζει λόγια καταγγελτικά για την υπάρχουσα κατάσταση και λόγια φόβου για το μέλλον. Σε οποιοδήποτε ζήτημα λειτουργούμε σαν τον κυνηγό που βλέπει τον λύκο, αλλά ψάχνει τον τορό. Από το πανεπιστημιακό άσυλο μέχρι το ασφαλιστικό και από τα σκουπίδια μέχρι το δημόσιο χρέος, για όλα τα μεγάλα προβλήματα δεν συζητάμε την υπάρχουσα κατάσταση, αλλά το κακό που θα προκύψει αν αλλάξει.
Το «πανεπιστημιακό άσυλο» (είτε επειδή φταίνε οι πανεπιστημιακοί είτε επειδή φταίνε οι κυβερνήσεις είτε επειδή στην κοινωνία υπάρχουν μπαχαλάκηδες) δεν δουλεύει. Χειρότερα: λειτουργεί κατά της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών και υποβαθμίζει τα πτυχία, αφού ελέω ασύλου διάφορες ομάδες καταλαμβάνουν τα πανεπιστήμια οποτεδήποτε τους καπνίσει. Αυτό το υπαρκτό πρόβλημα δεν λύνεται, διότι σε κάθε λύση που προτείνεται αντιπαρατίθεται ένας ενδεχόμενος κίνδυνος. Οι χουλιγκάνοι αλωνίζουν τώρα κι εμείς συζητάμε ότι μπορεί μεθαύριο να δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα επιτρέψουν στην αστυνομία να παρεμποδίσει την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών. Είναι σαν να καίγεται το σπίτι και η πυροσβεστική να παραμένει άπραγη, διότι διάφοροι αναπτύσσουν θεωρίες για την ενδεχόμενη βλάβη που θα επιφέρει το νερό. Αλλοι θα κάνουν ποίηση λέγοντας ότι η «μηδενική ανοχή» στη φωτιά μπορεί να οδηγήσει σε μηδενική ανοχή στα σπινθηρίσματα της σκέψης, και άλλοι ότι οδηγούμαστε σε εξάντληση των φυσικών πόρων και θα πρέπει να μελετήσουμε καλύτερα τις παραμέτρους πριν εξαπολύσουμε τόσα κυβικά νερό, για να σβήσουμε «μια τόση δα φωτιά». (Σ. Σ.: οποιαδήποτε φωτιά μπροστά στον αρμαγεδδώνα του θερμοκηπίου είναι «τόση δα».)
Ετσι, τα προβλήματα σωρεύονται, τα σκουπίδια έγιναν λόφοι, τα χρέη διογκώνονται και οι πολιτικοί ακούν έκθαμβοι τους ιδεολογικούς φανφαρονισμούς των ιερέων μιας (αποδεδειγμένα όποτε τέθηκε σε εφαρμογή) αποτυχημένης αντίληψης. Ετσι, μπροστά στο δέος μιας ανερμάτιστης αριστεράς -που έχει καταφέρει να κρατάει το μέτρο του ορθού και του λάθους- κοιτάμε το δυσθεώρητο χρέος και ξεφωνίζουμε «πω πω, τι θα πάθει η κοινωνική συνοχή αν το μειώσουμε!» Μπροστά σ’ αυτό το δέος δεν κάηκε πέρυσι η Αθήνα; Ενώ οι χουλιγκάνοι πετούσαν μολότοφ, διάφοροι αριστεροί ταγοί έβλεπαν ελπιδοφόρα σημάδια στο γεγονός ότι κινητοποιήθηκε η νεολαία. Ηταν σαν να βυθίζεται ο Τιτανικός και κάποιοι στο κατάστρωμα να επιχειρηματολογούν ότι «ευτυχώς το φαινόμενο του θερμοκηπίου δεν έλιωσε όλα τα παγόβουνα». Θα συμφωνήσουμε βέβαια στη γαρνιτούρα της επιχειρηματολογίας, ότι τα κοινωνικά αίτια της βίας πρέπει να συζητηθούν και οι συμπεριφορές των νέων να αναλυθούν. Αυτό, όμως, προϋποθέτει δύο πράγματα: να εξασφαλίσεις ότι έσβησε η φωτιά και δεύτερον να σου επιτρέψουν οι χουλιγκάνοι να συζητήσεις. Φτάσαμε σε σημείο που ακόμη και οι αριστεροί καθηγητές πρέπει να έχουν τη σύμφωνη γνώμη των πιο «αριστερών» για να εκφέρουν άποψη.
Η χώρα, αποχαυνωμένη από τις ιδεοληψίες της μεταπολίτευσης, έφτασε στο χείλος της καταστροφής. Τίποτε δεν λειτουργεί και για όλα υπάρχει μια «αριστερή» δικαιολογία. Τα πανεπιστήμια δεν πρέπει να «εντατικοποιούν τις σπουδές», διότι αυτό είναι «επιλογή της Μπολόνια». Οι αστυνομικοί δεν πρέπει να προσάγουν υπόπτους, διότι αυτό είναι «καταστολή». Τα ελλείμματα δεν πρέπει να μειώνονται, διότι αυτό είναι «νεοφιλελεύθερη συνταγή». Για το άσυλο δεν πρέπει να γίνει τίποτε, διότι είναι «δημοκρατική κατάκτηση». Το πιο αστείο ήταν την εποχή της εξάρθρωσης της τρομοκρατικής οργάνωσης «17 Νοέμβρη». Τότε διάφοροι «αριστεροί ταγοί» ελεεινολογούσαν την έκκληση των αρχών ασφαλείας προς τους πολίτες να δώσουν πληροφορίες για τον κατηγορούμενο για 27 δολοφονίες κ. Δημήτρη Κουφοντίνα, διότι έτσι «οδηγούμαστε σε κοινωνία χαφιέδων».
Αυτήν τη στιγμή μια καρικατούρα της Αριστεράς θολώνει τον δημόσιο διάλογο με παχιές κουβέντες και πολλά επίθετα. Δυστυχώς κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο και ελάχιστοι αντιπαρατίθενται υπό τον φόβο των χαρακτηρισμών ή και της φυσικής βίας. Αυτό πρέπει πρώτα να ξεπεράσουμε. Οταν όλοι αυτοί σοβαρευτούν, τότε και μόνο τότε πρέπει να τους πάρουμε στα σοβαρά.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 13.12.2009