Υπάρχουν πολλές πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης που έγιναν μπούμερανγκ.
Πολλοί θυμούνται την κατάργηση της λίστας φαρμάκων ως τον ιδεότυπο των άστοχων πολιτικών επιλογών. Ηταν μια απόφαση που ελήφθη παρά τις κραυγές της αντιπολίτευσης για να αποδειχθεί τελικά ότι διπλασίασε τις φαρμακευτικές δαπάνες των ταμείων και νοσοκομείων σε πέντε χρόνια. Τώρα η κυβέρνηση ανακρούει πρύμνα: μελετά την επαναφορά της λίστας.
Υπάρχουν πολλές τέτοιες πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης που έγιναν μπούμερανγκ. Το σκάνδαλο στην Επιτροπή Ανταγωνισμού (κοινώς «κουμπάρων») απέδειξε πόσο πολύτιμη ήταν η ανεξαρτησία αυτής της αρχής. Εστω με τη στενή πολιτική έννοια: αν η κυβέρνηση συνέχιζε το προηγούμενο νομικό καθεστώς και η ηγεσία των αρχών διοριζόταν από τα 4/5 της Βουλής, πιθανότατα η διαφθορά δεν θα εμφανιζόταν, επειδή ακριβώς υπήρχαν πολλοί ελεγκτές. Αλλά κι αν εμφανιζόταν -όπως έγινε με τους «κουμπάρους»- η ευθύνη δεν θα ανήκε εξ ολοκλήρου στην κυβέρνηση.
Το ίδιο έγινε και με την κατάργηση του αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων. Το προηγούμενο καθεστώς αποτελούσε ένα φράγμα στην επιρροή της εκτελεστικής εξουσίας πάνω στους δικαστικούς. Με εκλεγμένους τους προϊστάμενους, ουδείς θα μπορούσε να μιλήσει για «δικαιοσύνη που χειραγωγείται από την κυβέρνηση». Μπορεί η δημοκρατία να μην παράγει πάντα και παντού τα άριστα αποτελέσματα, μπορεί ακόμη και οι διορισμοί των προϊσταμένων από τους ανωτέρους των να ήταν ποιο «σοφές» επιλογές, αλλά από τη στιγμή που οι ανώτεροι ήταν διορισμένοι από την κυβέρνηση, οι επιλογές των βρισκόταν πάντα υπό τη σκιά της καχυποψίας.
Και αυτή η επιλογή αποδείχθηκε αυτεπίστροφη για την κυβέρνηση. Οταν για πρώτη φορά στην ιστορία της Δικαιοσύνης παραιτήθηκαν δύο εισαγγελείς στο σκάνδαλο του Βατοπεδίου, επειδή ο προϊστάμενός παρενέβη στο έργο τους κανείς δεν είπε «πόσο κακή ήταν η επιλογή του σώματος των δικαστών στο πρόσωπο του συγκεκριμένου προϊσταμένου», ή έστω ότι «οι δύο εισαγγελείς είχαν άδικο». Ολοι έδειξαν την κυβέρνηση δικαιολογημένα διότι το μισό βήμα ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης φαλκιδεύτηκε. Το πολιτικό κόστος φορτώθηκε και πάλι εξ ολοκλήρου στην κυβέρνηση.
Σε όλες αυτές τις αστοχίες υπάρχει και μία που δημιουργεί ιλαρότητα. Ενας από τους πρώτους νόμους που πέρασε η κυβέρνηση ήταν ο 3259/2004 που αφορούσε τον επαναπατρισμό κεφαλαίων. Το άρθρο 38 προβλέπει ότι «φυσικά και νομικά πρόσωπα που είναι φορολογικά υπόχρεα στην Ελλάδα μπορούν να μεταφέρουν κεφάλαια τα οποία διαθέτουν σε οποιαδήποτε μορφή τραπεζικών λογαριασμών στην αλλοδαπή (καταθετικούς ή επενδυτικούς) σε τραπεζικούς λογαριασμούς της ημεδαπής σε χρονικό διάστημα 6 μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού».
Οι φωνές της αντιπολίτευσης ότι ένας τέτοιος νόμος διευκολύνει το ξέπλυμα χρήματος πήγαν στον βρόντο, ήταν η εποχή που κανείς δεν άκουγε τι έλεγε η αντιπολίτευση. Ειδικά ο κ. Γιώργος Φλωρίδης επεσήμαινε ότι πρέπει να γίνει ένας στοιχειώδης έλεγχος διότι «αυτά τα λεφτά θα μπορούσαν να είναι από εμπόριο όπλων, ναρκωτικών ή λευκής σαρκός». Ο νόμος πέρασε και στην επεξηγητική εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών έγραφε: «Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού δεν εξετάζεται ούτε ο τρόπος ούτε ο τόπος απόκτησης των κεφαλαίων αυτών πλην όμως… θα πρέπει να υπήρχαν στην αλλοδαπή κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου». Ειρωνεία: αυτόν τον νόμο χρησιμοποίησε εις εκ των καταζητούμενων σήμερα για την υπόθεση Siemens. Ο κ. Χρήστος Καραβέλας έφερε τότε 14,5 εκατ. ευρώ, ακολουθώντας το γράμμα του νόμου, χωρίς ποτέ κανείς να εξετάσει πώς μπορεί ο υπάλληλος μιας εταιρείας να έχει τόσα λεφτά σε τραπεζικούς λογαριασμούς και μάλιστα του εξωτερικού.
Το μεγάλο άγχος του Αμερικανού προέδρου Λίντον Τζόνσον ήταν αυτό που συνόψισε με μια ρήση του: «Δεν πρέπει να εξετάζουμε τους νόμους μόνο υπό το πρίσμα των καλών που θα επιφέρουν αν εφαρμοστούν σωστά, αλλά και υπό το πρίσμα των δεινών που θα επιφέρουν αν εφαρμοστούν λάθος». Στην περίπτωσή μας, μάλλον θα πρέπει να τους εξετάζουμε πρώτα υπό το πρίσμα των κακών που θα επιφέρουν όταν εφαρμόζονται σωστά.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 7.6.2009