Η αναπάντητη οξύτητα του κ. Τσίπρα υπογράμμισε τρία προβλήματα.
Αν θέλουμε να βγάλουμε ένα συμπέρασμα από την τριήμερη συζήτηση στη Βουλή είναι «πολύ κακό για το τίποτα», δηλαδή τον κ. Κωνσταντίνο Μπογδάνο. Από τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας προκύπτει ότι όλοι οι βουλευτές της συμπολίτευσης είναι υπέρ της κυβέρνησης, όλοι της αντιπολίτευσης είναι κατά και υπήρξε το «παρών» του ανεξάρτητου βουλευτή, που είναι πιο δυσανάγνωστο ακόμη και από τη στάση του ΚΙΝΑΛ. Το «παρών» μπορεί να προμηνύει διεργασίες δεξιά της Δεξιάς, αλλά δεν σημαίνει τίποτε κοινοβουλευτικώς.
Κατά τα άλλα, οι προβλέψεις έπεσαν κατά 50% μέσα. Ο κ. Αλέξης Τσίπρας ανέβασε πολύ τους τόνους, αλλά ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης δεν απάντησε. Η «κοκορομαχία», που κάποιοι προφήτεψαν, θέλει δύο. Ο πρωθυπουργός έκανε τα δικά του φάουλ, όπως ήταν η απρόκλητη επίθεση στον κ. Κώστα Σκανδαλίδη και πρωτίστως όταν μνημόνευσε μόνο τα στελέχη της παράταξής του ως θύματα της σκευωρίας Novartis. Ομως, «όταν ο πρωθυπουργός αναφέρεται στη Βουλή σε μια σκευωρία που έθεσε στο στόχαστρό της την ομαλή λειτουργία της Δημοκρατίας διά του ευτελισμού της Δικαιοσύνης δεν δικαιούται να διαχωρίζει τα πρόσωπα που κατέστησαν στόχος με κομματικά κριτήρια. Το μόνο κριτήριο είναι θεσμικό. Ο κ. Μητσοτάκης όφειλε να καταστήσει σαφές ότι υπερασπίζεται τους θεσμούς και όχι στελέχη της παράταξής του» (Ευάγγελος Βενιζέλος, 30.1.2022).
Αυτό που χαρακτήρισε την ομιλία του πρωθυπουργού ήταν ότι επέλεξε να βγάλει οφσάιντ τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αποτραβήχτηκε μετά την επίθεση του τελευταίου. Δεν απάντησε στους ίδιους τόνους, με αποτέλεσμα να τον εκθέσει. Η αναπάντητη οξύτητα του κ. Τσίπρα υπογράμμισε τρία προβλήματα. Πρώτον, έμεινε μόνος να φωνασκεί στη Βουλή. Δεύτερον, έπεισε ακόμη και τους δύσπιστους ότι είναι στριμωγμένος από τις δημοσκοπήσεις (που επίσης κατήγγειλε) και γι’ αυτό έκανε την πρόταση μομφής. Τρίτον, η οξύτητα μοιάζει λογική σε προεκλογικές περιόδους και ταιριάζει στο μπαλκόνι, όταν απευθύνεται σε ευρύτερα ακροατήρια. Ωστόσο, λίγοι –και κατά βάση πολιτικοποιημένοι-– παρακολουθούν τις συζητήσεις στη Βουλή. Αυτοί δεν συγκινούνται από ρητορικές εξάρσεις. Στήνονται κυριακάτικα επί ώρες στην τηλεόραση γιατί περιμένουν να ακούσουν κάτι περισσότερο απ’ όσα διαβάζουν στα social media.
Ο οξύς λόγος του κ. Τσίπρα ξένισε τους κεντρώους, στους οποίους θέλει να απευθυνθεί, και ίσως να ενθουσίασε τους χουλιγκάνους του κόμματός του, που όμως είναι –έτσι κι αλλιώς– πεπεισμένοι. Αυτό μάς ξαναγυρίζει στο δεύτερο από τα προαναφερθέντα προβλήματα. Ο λόγος του ήταν προεκλογικός, αλλά όχι για τις εθνικές εκλογές, που όπως όλα δείχνουν αργούν, αλλά τις εσωκομματικές που έρχονται.