Ακόμη κι αν όλα γίνουν καλά κι άγια –λέμε τώρα…–, η κυβέρνηση βάζει μπροστά της τις πέτρες που θα σκοντάψει.
Αφού πρόκοψε το κράτος ως ιδιοκτήτης (τόσων και τόσων ΔΕΚΟ), αποφάσισε να γίνει και ενοικιαστής διαμερισμάτων. Ετσι, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «Καθημερινής» (19.6.2020), το πρόγραμμα «Εστία», που αφορά τη φιλοξενία όσων προσφύγων δικαιούνται άσυλο, θα συνεχιστεί, ωστόσο ο τρόπος υλοποίησης θα αλλάξει και η αρμοδιότητα έως το τέλος του χρόνου θα περάσει στο υπουργείο Μετανάστευσης. Από το 2016 μέχρι σήμερα η διαχείριση γίνεται από την Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ σε συνεργασία με μη κυβερνητικές οργανώσεις και δήμους. Κατά το ρεπορτάζ, «το υπουργείο εκτιμά ότι μόνο στην Αττική θα υπάρχει εξοικονόμηση 1,5 εκατ. ευρώ ετησίως, χωρίς ωστόσο να εξηγεί πώς προκύπτει το συγκεκριμένο νούμερο». Μα, δεν χρειάζεται εξήγηση. Το ελληνικό κράτος έχει μακρά παράδοση στη χρηστή διαχείριση –η Ε.Ε. πληρώνει τη φιλοξενία– και ουδέποτε ακούστηκε το παραμικρό για κατασπατάληση ή διαφθορά στα κοινοτικά προγράμματα. Στα σοβαρά τώρα: η πρώτη καταδίκη υπουργού για διαφθορά στη μεταπολίτευση αφορούσε διαχείριση κοινοτικών κονδυλίων την περίοδο 1981-1989 και συγκεκριμένα για το «γιουγκοσλαβικό καλαμπόκι».
Ενας κακοπροαίρετος θα έλεγε ότι η κυβέρνηση είδε ευρωπαϊκό μέλι κι αποφάσισε να βάλει το δάχτυλο μέσα. Ως καλοπροαίρετοι θα δεχθούμε ότι η διαφθορά δεν είναι στους στόχους της, ασχέτως αν είναι βέβαιο ότι θα προκύψει. Οι δαιδαλώδεις μηχανισμοί του κράτους είναι θερμοκήπιο κατασπατάλησης και λαμογιάς. Το ξέρουμε, το έχουμε ζήσει. Να μην ξεχνάμε ότι –παρά τα όσα λένε οι καλοθελητές για τις ΜΚΟ– στα πέντε χρόνια που η Ε.Ε. χρηματοδοτεί δράσεις για το μεταναστευτικό, η μόνη έρευνα που επιβεβαίωσε ότι διενεργεί η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) αφορούσε ένα πρόγραμμα του υπουργείου Εθνικής Αμυνας, τον καιρό των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Αλλά ακόμη κι αν όλα γίνουν καλά κι άγια –λέμε τώρα…–, η κυβέρνηση βάζει μπροστά της τις πέτρες που θα σκοντάψει. Κατ’ αρχάς, ο ισχυρισμός ότι το υπουργείο Μετανάστευσης (που έχει σκάρτα πέντε χρόνια ζωής) μπορεί να προσφέρει καλύτερες και φθηνότερες υπηρεσίες από τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης (που έχει εμπειρία επί του θέματος από το 1951) είναι για γέλια. Δεύτερον: όπου το κράτος χρηματοδοτεί, δημιουργούνται ομάδες συμφερόντων που πιέζουν και διαμαρτύρονται. Δεν λέμε ότι θα δούμε τον κ. Δημήτρη Παπαδημούλη ως επικεφαλής του «Συλλόγου Πληττόμενων Ενοικιαζόμενων σε Πρόσφυγες Ακινήτων» να διαμαρτύρεται για κάποια μελλοντική απόφαση του υπουργείου Μετανάστευσης, αλλά όσα τραβάει τώρα η κυβέρνηση με τη χωροθέτηση των μεγάλων δομών φιλοξενίας θα τα ζει και σε μικροκλίμακα από τους υπόλοιπους ιδιοκτήτες της τάδε πολυκατοικίας στην πλατεία Βικτωρίας, που δεν θα θέλουν αλλοδαπούς σε διπλανά διαμερίσματα.
Βεβαίως, η απόφαση ενοικίασης (ή μη ενοικίασης) ενός διαμερίσματος αφήνει μεγάλα περιθώρια για τις γνωστές διευθετήσεις και ο εκάστοτε υπουργός θα κάνει πολλές· ειδικώς στην εκλογική του περιφέρεια. Η σούμα, όμως, θα είναι αχρείαστο πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση εν συνόλω.
Αλλά ακόμη κι αν δεν γίνουν όλα αυτά –λέμε τώρα…–, υπάρχουν οι κακοπροαίρετοι που βλέπουν «φωτογραφικές συμβάσεις», όπως έγινε με τη «μεταφορά προσφύγων και μεταναστών, από νησιά του Αιγαίου στην ηπειρωτική Ελλάδα, με διαπραγμάτευση με μόνο έναν συμμετέχοντα» (ερώτηση 42 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ 4.5.2020). Σε φασαρία να βρισκόμαστε…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 21.6.2020