Για να καταλάβουμε, πού μαζεύονται τα παπαγαλάκια πρέπει να κοιτάξουμε την τροφική αλυσίδα.
Η αλήθεια είναι ότι παπαγαλάκια υπήρχαν πάντοτε. Πολλών χρωμάτων. Μπορεί στις διαφημίσεις να είναι πράσινα, αλλά υπάρχουν και τα μπλε. Απαντώνται και σε άλλα χρώματα, αλλά σπανίως. Για να καταλάβουμε, όμως, πού υπάρχει η μεγαλύτερη συγκέντρωση ψιττακών πρέπει να κοιτάξουμε την τροφική αλυσίδα. Διότι τα παπαγαλάκια της πολιτικής δεν είναι «τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας,» (Ματθαίος ΣΤ΄ 22), ούτε «ο πατήρ ημών ο ουράνιος τρέφει αυτά». Κάποιος άλλος τα ταΐζει. Και όπως λένε οι Αμερικανοί «αν θες να βρεις τη λύση του μυστηρίου ακολούθησε το χρήμα». Και το πολύ χρήμα σ’ αυτή τη χώρα υπάρχει στο κράτος και το διαχειρίζεται πάντα το κυβερνών κόμμα…
Πριν από το 2004 τα περισσότερα παπαγαλάκια ήταν πράσινα. Για έναν απλό λόγο. Κυβερνούσε το ΠΑΣΟΚ και το κυβερνών κόμμα διαχειρίζεται το μισό του ΑΕΠ. Εχει τεράστια διαφημιστικά κονδύλια, τα οποία μοιράζει σε εφημερίδες και κανάλια (κατά περίεργο τρόπο, που ποτέ δεν έχει σχέση με κυκλοφορίες και θεαματικότητες). Εχει χιλιάδες θέσεις του Δημοσίου να διορίσει δημοσιογράφους, πληρώνει διαφημιστικές εταιρείες οι οποίες «χρειάζονται» κείμενα, έχει θέσεις «συμβούλων» κ.λπ. Με ένα δαιδαλώδες κι αδιαφανές κράτος μπορείς να κάνεις πολλά, ακόμη και να πληρώνεις «παπαγαλάκια».
Εκτός, όμως, των παραπάνω, η εκάστοτε κυβέρνηση κρατά σε εκκρεμότητα τις άδειες των καναλιών. Είναι μια θλιβερή ιστορία χειραγώγησης των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης που τραβάει από το 1989 και ακόμη δεν έχει διευθετηθεί. Να σημειώσουμε ότι συντριπτική πλειονότητα των εκδοτικών επιχειρήσεων χρωστάνε πολλά και κυρίως στα ασφαλιστικά Ταμεία, τα οποία διαχειρίζεται επίσης το κράτος. Αν κοιτάξουμε τους ισολογισμούς των εκδοτικών επιχειρήσεων θα δούμε λειτουργικές ζημιές εκατομμυρίων ευρώ και συσσωρευμένα χρέη εκατοντάδων εκατομμυρίων. Εχουμε αναρωτηθεί ποτέ πώς γίνεται στη χώρα με τη μικρότερη αναγνωσιμότητα του πληθυσμού να έχουμε τις περισσότερες εφημερίδες; Δεν είναι «ο πατήρ ημών ο ουράνιος», που τις τρέφει, αλλά το κράτος-πατερούλης. Τέλος, μη λησμονήσουμε και τις διάφορες ρυθμίσεις -όπως ήταν το 2% του τζίρου των εκδοτικών επιχειρήσεων χωρίς παραστατικά- που έχουν θεσπιστεί για να… θωρακιστεί η ανεξαρτησία του Τύπου.
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η καμπάνια της Νέας Δημοκρατίας θα ήταν πέρα για πέρα αληθής αν μεταδιδόταν το 2004. Τότε υπήρχαν πολλά πράσινα παπαγαλάκια, διότι ήταν πράσινο το χέρι που τα τάιζε. Σήμερα τα παπαγαλάκια είναι μπλε διότι είναι μπλε το χέρι που διαχειρίζεται τα δημόσια ταμεία. Βέβαια, πολλά από τα παπαγαλάκια που ήταν πράσινα στο παρελθόν άλλαξαν χρώμα, επειδή άλλαξε ο ένοικος του Μαξίμου. Κατά μία έννοια είναι, κυβερνητικοί κατ’ επάγγελμα. Ευλογούν τον εκάστοτε «καταλληλότερο» ανεξαρτήτως χρώματος και ιδεολογίας. Αν, μάλιστα, το ψάξουμε λίγο βαθύτερα θα ανακαλύψουμε ότι και ο δείκτης «καταλληλότητας» είναι σύμπτωμα της ψιττακίασης από την οποία υποφέρουν τα ΜΜΕ. Γι’ αυτό υπάρχει μόνο στην Ελλάδα.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Μέχρι το 2006 δημοσιοποιούνταν -έστω λειψά- τα στοιχεία των εργαζομένων και συμβασιούχων δημοσιογράφων σε κρατικούς οργανισμούς και κρατικά γραφεία Τύπου. Κατόπιν υπήρξε σιωπή, διότι κατά μια θεωρία εθίγοντο προσωπικά δεδομένα. Δηλαδή εμείς οι φορολογούμενοι που πληρώνουμε δεν έπρεπε να μάθουμε τι γίνονται τα λεφτά μας, λόγω… προσωπικών δεδομένων εκείνων που πληρώνονταν. Εξαιτίας εκείνου του βραχυχρόνιου παράθυρου διαφάνειας είδαμε ότι ο αριθμός των δημοσιογράφων εργαζομένων στο κράτος επληθύνετο. Που σημαίνει ότι αναλογικά αυξανόταν και ο αριθμός των ψιττακών. Δεν είναι όλοι οι δημοσιογράφοι που εργάζονται σε κρατικούς οργανισμούς «παπαγαλάκια». Η συντριπτική πλειονότητά τους είναι εργαζόμενοι των 1.000-1.200 ευρώ που κάνουν απλώς τη δουλειά τους. Οταν αυξάνεται όμως ο συνολικός αριθμός, αναλογικά αυξάνεται και ο αριθμός των «ψιττακών».
Κακά τα ψέματα. Τα παπαγαλάκια υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν όσο υπάρχει το χέρι που τα ταΐζει, δηλαδή το μεγάλο και αδιαφανές κράτος. Αν δεν διορθωθεί αυτό, τζάμπα κουβέντες θα κάνουμε.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 31.5.2009