Είναι θεμιτή κάθε κριτική στις δημοσκοπήσεις αρκεί να μην εκτροχιαστεί σε αντιδημοκρατικές πρακτικές, δηλαδή σε λογοκριτικούς νόμους.
Μία από τις σταθερές πλέον του πολιτικού μας συστήματος είναι η αμφισβήτηση των δημοσκοπήσεων. Οπως οι τρελοί από έρωτα αμφιβάλλουν διαρκώς για την πίστη του αγαπημένου τους προσώπου, έτσι και οι πολιτικοί κάθε λίγο και λιγάκι αμφισβητούν τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων. Προ καιρού, όταν η διαφορά κυβέρνησης – αξιωματικής αντιπολίτευσης εμφανιζόταν μηδενική τα στελέχη της Ν. Δ. έθεταν ερωτήματα για την αξιοπιστία των μετρήσεων. Σήμερα είναι το ΠΑΣΟΚ που θέτει ανάλογα ζητήματα.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την αξιοπιστία των μετρήσεων, που έγιναν πλέον μηνιαίος θεσμός στην πολιτική κουβέντα. Και ειλικρινώς δεν πρέπει να μας νοιάζει αν η ψαλίδα μεταξύ των δύο κομμάτων από 2,1% έγινε 2,3% ή αν αύριο εμφανιστεί 1,8%. Κατ’ αρχήν τέτοιου τύπου διαφορές εμπίπτουν στα όρια του στατιστικού λάθους. Σε δείγμα χιλίων ατόμων, ένας να ξυπνήσει στραβά μπορεί να κοστίσει στην κυβέρνηση ή την αξιωματική αντιπολίτευση 0,2%
.
Το ΠΑΣΟΚ, διά στόματος του κ. Πέτρου Ευθυμίου, έθεσε ένα σημαντικό ζήτημα. Τις σχέσεις κράτους – εταιρειών δημοσκοπήσεων. Με δεδομένο τον ομφάλιο λώρο μεταξύ κομμάτων και γκουβέρνου, αυτό είναι ένα σοβαρό δεοντολογικό πρόβλημα.
Αλλά πάλι σε μια χώρα που η μισή οικονομία ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από το κράτος, η παθολογία είναι δομική: οι εταιρείες δεν μπορούν να ζήσουν εξαιρώντας το μισό πελατολόγιό τους. Ετσι όμως δεν μπορούν να αποφύγουν τη θεμιτή κριτική για επηρεασμό των αποτελεσμάτων από το κόμμα που βρίσκεται στην κυβέρνηση.
Αλλο όμως η θεμιτή κριτική -που μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο στοιχειοθετημένη- και άλλο η νομοθετική ρύθμιση που αποτελεί παλιό όνειρο όλων των πολιτικών.
Μια νομοθετική ρύθμιση θα αποτελέσει πλήγμα στην ελευθερολογία. Μια εφημερίδα ή ένα κανάλι μπορεί να δημοσιοποιήσει ακόμη και μια παντελώς ψευδή δημοσκόπηση. Αυτό είναι πρόβλημα δημοσιογραφικής δεοντολογίας και όχι νομικό. Πληρώνεται σε νόμισμα αξιοπιστίας του μέσου και όχι με αποφάσεις του δικαστηρίου. Αν δηλαδή ένας δημοσιογράφος αποφασίσει να κάνει ένα γκάλοπ μεταξύ των φίλων του και βγάλει πρώτο κόμμα το ΚΚΕ, αυτό δεν μπορεί να ρυθμιστεί από τον νόμο. Ετσι έκρινε, έτσι έκανε, αλλά στο τέλος και ο ίδιος κρίνεται για την αξιοπιστία του.
Είναι θεμιτή λοιπόν κάθε κριτική στις δημοσκοπήσεις αρκεί να μην εκτροχιαστεί σε αντιδημοκρατικές πρακτικές. Ακόμη και η απαγόρευση δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων δημοσκοπήσεων προεκλογικά αντιδημοκρατική εκτροπή είναι. Ναι, πιθανώς να είναι αλήθεια: οι δημοσκοπήσεις επηρεάζουν το εκλογικό σώμα. Αλλά πάλι και η αρθρογραφία στις εφημερίδες επηρεάζει κάποιους ψηφοφόρους. Πώς δεν σκέφτηκε κανείς να απαγορεύσει το γράψιμο για δύο εβδομάδες προ των εκλογών;
Υπάρχει μια διαρκής ροπή των πολιτικών να ελέγξουν την πληροφόρηση. Κάθε λίγο κατατίθεται από πολιτικούς όλων των κομμάτων πρόταση να «ρυθμιστεί» το τοπίο των δημοσκοπήσεων (ο υπουργός Τύπου του ΠΑΣΟΚ κ. Χρήστος Πρωτόπαπας έφτασε το 2004 στο παρά πέντε για να περάσει σχετικό νόμο). Αυτή όμως είναι μια πρόταση που έχει στόχο τον έλεγχο της πληροφόρησης. Κανείς, για παράδειγμα, δεν θέτει ζήτημα αξιοπιστίας για τις δημοσκοπήσεις που τα ίδια τα κόμματα παραγγέλνουν και παραμένουν στα συρτάρια τους.
Αν οι επιχειρήσεις δημοσκοπήσεων νοθεύουν το προϊόν τους, ή αν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης διαστρεβλώνουν τις δημοσκοπήσεις υπάρχει πρόβλημα. Από τη στιγμή, όμως, που η νόθευση δεν βλάπτει τη δημόσια υγεία, ώστε να παρέμβει η Γραμματεία Προστασίας Καταναλωτή, το πρόβλημα είναι πολιτικό, και όχι ποινικό. Επομένως πρέπει να αντιμετωπισθεί πολιτικά και όχι νομοθετικά. Δηλαδή διά της καταγγελίας. Αν μάλιστα είναι τεκμηριωμένη, ακόμη καλύτερα…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 2.3.2007