Ενώ εμείς κοιτάμε τον τραπεζικό τομέα πιθανώς να ξεκινά η κατάρρευση στον παρατραπεζικό τομέα, ο οποίος υπήρξε αιμοδότης της μικρής ελληνικής επιχειρηματικότητας.
Πριν από μερικούς μήνες μάθαμε ότι το «θωρακισμένο» τραπεζικό μας σύστημα χρειαζόταν μια επείγουσα ένεση ρευστότητας 28 δισ. ευρώ για να αντιμετωπιστεί η κρίση. Τα χρήματα ήδη άρχισαν να εκταμιεύονται και οι εγγυήσεις να παρέχονται χωρίς να μάθουμε καν το μέγεθος του προβλήματος, αλλά ούτε καν ποιες τράπεζες έχουν πρόβλημα. Τα «ανοιχτά» χαρτοφυλάκια των τραπεζών θεωρήθηκαν κάτι σαν τους μισθούς των στελεχών του δημόσιου τομέα. Οι φορολογούμενοι πληρώνουν, αλλά το τι πληρώνουν θεωρείται προσωπικό δεδομένων εκείνων που πληρώνονται.
Εκείνο, όμως που μας διαβεβαίωναν όλοι είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν «τοξικά προϊόντα», αλλά μπορεί στο μέλλον να αντιμετωπίσουν λόγω της διεθνούς κρίσης πρόβλημα ρευστότητας. Βεβαίως, «κάλλιο το προλαμβάνειν παρά το θεραπεύειν», αλλά σε περιόδους στενότητας χρήσιμο είναι να ιεραρχούνται τα προβλήματα. Διότι μπορεί να αντιμετωπίσαμε το πιθανό (αλλά σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις μελλοντικό) πρόβλημα των τραπεζών, μόνο που προς το παρόν άρχισαν να σκάνε τα εγχώρια «τοξικά προϊόντα», δηλαδή η ελληνική πατέντα της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων με μελλοντικές αποδόσεις.
Οι μεταχρονολογημένες επιταγές είναι ιδιωτική παραγωγή ρευστότητας. Δημιουργήθηκε επειδή επί χρόνια το κρατικό τραπεζικό σύστημα ήταν αγκυλωμένο και δεν χρηματοδοτούσε χωρίς εγγυήσεις την επιχειρηματικότητα. Ετσι μόνο οι μεγάλες εταιρείες μπορούσαν να προσφύγουν στον τραπεζικό δανεισμό, ενώ οι μικρότερες και ειδικά οι νέοι επιχειρηματίες ανέπτυξαν τα δικά τους πιστωτικά προϊόντα που είναι οι μεταχρονολογημένες επιταγές. Το πρόβλημα όμως είναι ότι οι μεταχρονολογημένες επιταγές σε περιόδους κρίσης λειτουργούν όπως η βόμβα των τοξικών προϊόντων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών. Δεν υπάρχουν πραγματικές εγγυήσεις παρά μόνο οι μελλοντικές αποδόσεις των επιχειρήσεων, και το σύστημα λειτουργεί όσο οι επιταγές κινούνται. Τα νούμερα, όμως, που καταγράφονται στη χθεσινή «Καθημερινή» είναι εφιαλτικά: «αύξηση 143,58% σημείωσε τον Ιανουάριο η αξία των ακάλυπτων επιταγών, η οποία ανήλθε στα 226,5 εκατ. ευρώ. Συνολικά εκδόθηκαν 21.360 επιταγές που έμειναν ακάλυπτες, μία αύξηση 141,36% σε σχέση με τον αντίστοιχο περσινό μήνα».
Εδώ υπάρχουν δύο προβλήματα. Το πρώτο έχει να κάνει με το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία είναι ιδιόρρυθμη, οπότε μπορεί και η κρίση να εμφανιστεί με ιδιόρρυθμο τρόπο. Ενώ εμείς κοιτάμε τον τραπεζικό τομέα πιθανώς να ξεκινά η κατάρρευση στον παρατραπεζικό τομέα, ο οποίος υπήρξε αιμοδότης της μικρής ελληνικής επιχειρηματικότητας για πολλά χρόνια. Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε καν τα στοιχεία για την ιδιωτική αυτή πιστωτική επέκταση. Ξέρουμε πόσες επιταγές «σκάνε» αλλά δεν ξέρουμε πόσες κυκλοφορούν. Φυσικά δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με ακρίβεια πόσος «αέρας» υπάρχει στην ελληνική αγορά, αλλά δεν τον έχουμε καν εκτιμήσει. Είναι 10% ή 50% της επίσημης κυκλοφορίας του χρήματος; Μην γνωρίζοντας τα ακριβή στοιχεία δεν μπορούμε να προϋπολογίσουμε και τις πραγματικές επιπτώσεις στην οικονομία. Οπότε, μπορεί η Ενωση Ελληνικών Τραπεζών να μη χρειάζεται την «bad bank», (ένα εφεύρημα της αλλοδαπής για να μαζέψουν τα τοξικά τραπεζικά προϊόντα) αλλά δεν είναι σίγουρο ότι δεν θα την χρειαστεί η αγορά για να μαζέψει τα «bad checks».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 18.2.2009