Ο ιστορικός συμβιβασμός στις ΗΠΑ μεταξύ εκείνων που φοβόταν τον μόνιμο στρατό και και των άλλων που έτρεμαν τον ένοπλο λαό.
Αυτές τις μέρες συζητείται μια ακατανόητη για την Ελλάδα προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Η Ομοσπονδιακή Περιοχή της Ουάσιγκτον (Washington DC) αποφάσισε να απαγορεύσει την οπλοκατοχή, με νόμο που αντίκειται ρητώς στο Σύνταγμα των ΗΠΑ. Η «Χάρτα των Δικαιωμάτων» των Πολιτών είναι σαφής. Προβλέπει ότι «Μια καλά ρυθμιζόμενη πολιτοφυλακή είναι αναγκαία για ένα ελεύθερο κράτος και το δικαίωμα των πολιτών να κατέχουν και να φέρουν όπλα δεν πρέπει να φαλκιδευτεί» (Δεύτερη τροπολογία του Συντάγματος).
Για μια χώρα σαν την Ελλάδα -όπου για κάθε πρόβλημα έχουμε πρόχειρη μια απαγόρευση- η συζήτηση περί οπλοκατοχής φαντάζει τρελή. Οι ΗΠΑ έχουν τον υψηλότερο δείκτη δολοφονιών με πυροβόλα όπλα σε όλο τον δυτικό κόσμο και κατά καιρούς όλοι σοκάρονται, όταν κάποιος διανοητικά ασταθής δολοφονεί αδιακρίτως σε σχολεία, πολυκαταστήματα κ.λπ. Προς τι, λοιπόν, αυτή η εμμονή με τα όπλα;
Πολλοί λανθασμένα πιστεύουν ότι η οπλοκατοχή είναι ένα κατάλοιπο του 19ου αιώνα, όταν οι Αμερικανοί πιονέροι έπρεπε να οπλοφορούν για εξολοθρεύουν Ινδιάνους και άγρια ζώα ώστε να κατακτήσουν τις απέραντες εκτάσεις της «Αγριας Δύσης». Το δικαίωμα, όμως στην οπλοκατοχή, προηγείται. Ψηφίστηκε το 1791, έπειτα από μια θυελλώδη συζήτηση για τη μορφή που θα έπρεπε να πάρει η πρώτη Δημοκρατία του σύγχρονου κόσμου.
Αμέσως μετά την επιτυχία της αμερικανικής επανάστασης του 1776, οι πατέρες του αμερικανικού έθνους χωρίστηκαν σε δύο μεγάλα στρατόπεδα. Οι «Φεντεραλιστές» ευνοούσαν μια ισχυρή κεντρική διοίκηση, υπερεξουσίες του προέδρου, ασφυκτικό έλεγχο των (12 τότε) Πολιτειών και το κυριότερο: τακτικό στρατό υπό τον έλεγχο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. «Επιτρέψτε τη δημιουργία ενός κανονικού στρατού που να ανταποκρίνεται στις δυνατότητες αυτής της χώρας», επιχειρηματολογούσε ο επικεφαλής των Φεντεραλιστών Τζέιμς Μάντισον, «και επιτρέψτε να είναι αυτός ο στρατός ολοκληρωτικά αφοσιωμένος στην Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση». Το βασικό τους επιχείρημα ήταν ότι μόνο ένας τακτικός στρατός μπορούσε να αντιμετωπίσει μια πιθανή εισβολή της υπερδύναμης από την οποία μόλις απελευθερώθηκαν, δηλαδή της Βρετανίας.
Απέναντί τους ήταν οι αντιφεντεραλιστές με προεξάρχουσα μορφή τον Τόμας Τζέφερσον. «Είδες την πρόταση για το νέο μας σύνταγμα;», έγραφε στον Τζον Ανταμς το 1787. «Ο πρόεδρος θα είναι ένα κακέκτυπο Πολωνού Μονάρχη (…) Μόλις καταλάβει την θέση και έχοντας υπό τον έλεγχό του τον στρατό της Ομοσπονδίας (…) δεν θα είναι εύκολο να εκδιωχθεί από τον θρόνο του, ακόμη κι αν ο λαός αποσύρει την ψήφο του απ’ αυτόν». Η λογική των αντιφεντεραλιστών ήταν ότι μια αδύναμη κεντρική κυβέρνηση είναι εγγύηση για την ελευθερία των πολιτών. Επέμεναν και, παρά την σφοδρή αντίδραση των «Φεντεραλιστών», πέτυχαν να ενταχθεί στο Σύνταγμα του 1787 η Χάρτα Δικαιωμάτων των Πολιτών, που εμπεριέχει τις γνωστές συνταγματικές τροπολογίες. Κρίσιμο σημείο της διαμάχης ήταν ποιος έχει την στρατιωτική ισχύ στο νέο κράτος. Οι αντιφεντεραλιστές υποστήριζαν ότι οι πολίτες που φέρουν όπλα, μπορούν να αντισταθούν όχι μόνο σε έναν εξωτερικό εχθρό, αλλά κυρίως σε ένα επίδοξο δικτάτορα.
Η επιχειρηματολογία τους βασιζόταν στην σύγχρονη της εποχής πολιτική σκέψη του Τζον Λοκ, στο δικαίωμα δηλαδή του λαού να επαναστατεί όταν εγκαθιδρύονται τυραννικές κυβερνήσεις. Κυρίως, βασιζόταν σε ένα προεπαναστατικό επεισόδιο, γνωστό ως «Η σφαγή της Μασαχουσέτης», όταν Βρετανοί στρατιώτες σκότωσαν πέντε άοπλους πολίτες μετά από ανούσια λογομαχία. Το δικαίωμα της οπλοκατοχής, υποστήριξαν, δεν εφευρέθηκε με την δεύτερη τροπολογία του αμερικανικού συντάγματος. Προϋπήρχε στο εθιμικό δίκαιο και εδράζεται στο δικαίωμα της αυτοάμυνας.
Τελικά, «φεντεραλιστές» και αντιφεντεραλιστές προχώρησαν σε έναν ιστορικό συμβιβασμό: Και μόνιμος, υπό τον πρόεδρο, στρατός και απαράγραπτο δικαίωμα δημιουργίας ένοπλης πολιτοφυλακής. Ο Φεντεραλιστής Νώε Γουέμπστερ έγραφε: «Για να καταφέρει να κυβερνήσει ένας τακτικός στρατός πρέπει πρώτα να αφοπλίσει τους πολίτες, κάτι που γίνεται σε όλα σχεδόν τα βασίλεια της Ευρώπης. Η ανώτατη διοίκηση στην Αμερική δεν μπορεί να επιβάλει διά των όπλων άδικους νόμους διότι όλοι οι πολίτες οπλοφορούν, και (η πολιτοφυλακή) είναι και θα είναι πάντα μεγαλύτερη και ισχυρότερη από κάθε τακτικό στρατό που μπορεί να συγκεντρώσει κάποιος στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Είναι αστείο, αλλά οι φεντεραλιστές κέρδισαν διά των όπλων του τακτικού στρατού την τελική μάχη για τη διαμόρφωση των Ηνωμένων Πολιτειών εβδομήντα χρόνια αργότερα. Ο αμερικανικός εμφύλιος είχε ως αφορμή την κατάργηση της δουλείας, αλλά απάντησε σε ένα σοβαρό πολιτειακό ερώτημα, που είχε να κάνει και πάλι με την ισορροπία ισχύος στο αμερικανικό σύστημα. Το ερώτημα ήταν αν και κατά πόσον ένας ομοσπονδιακός νόμος μπορεί να επιβληθεί σε Πολιτείες που δεν τον αποδέχονται. Μετά τέσσερα χρόνια πολέμου και 620.000 νεκρούς η απάντηση ήταν «ναι».
Η συζήτηση που τώρα γίνεται στο αμερικανικό Ανώτατο Δικαστήριο για την απαγόρευση της οπλοφορίας δεν είναι νέα. Σε όλη την ιστορία των ΗΠΑ, οι δικαστές επιχειρούν την ερμηνεία των συνταγματικών τροπολογιών και αυτές οι ερμηνείες έχουν ισχύ νόμου. Το πρώτο ζήτημα τέθηκε το 1867 και το Ανώτατο Δικαστήριο εκλήθη να απαντήσει αν οι άρτι απελεύθεροι νέγροι μπορούσαν να φέρουν όπλα. Η απάντηση ήταν: ναι, όλοι οι πολίτες των ΗΠΑ, ανεξαρτήτως χρώματος και ανεξαρτήτως των (εύλογων) φόβων για φυλετικές συγκρούσεις ή/και αντεκδικήσεις των πρώην σκλάβων, είχαν το δικαίωμα στην οπλοφορία. Μια σειρά νόμων που τελικά κρίθηκαν στο ανώτατο δικαστήριο άρχιζαν να επαναθεωρούν ένα-ένα τους όρους της δεύτερης τροπολογίας. Για παράδειγμα, το 1897, το δικαστήριο θεώρησε ότι το δικαίωμα δεν φαλκιδεύεται από τη απαγόρευση της συγκεκαλυμμένης οπλοφορίας.
Μια σειρά άλλων νόμων, όπως αυτός του 1903, μετέτρεψαν τις πολιτοφυλακές σε «Εθνική Φρουρά» (υπό τον έλεγχο της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης). Το 1934 επιχειρήθηκε η υψηλή φορολόγηση των αγοραπωλησιών όπλων. Τη δεκαετία του 1960 απαγορεύτηκε η πώληση όπλων με ταχυδρομικές παραγγελίες (έτσι αγόρασε τη καραμπίνα ο δολοφόνος του Τζον Κένεντι, Λι Χάρβεϊ Οσβαλντ) και η πώληση όπλων σε καταδικασθέντες για κακουργήματα ή ανθρώπους που νοσηλεύτηκαν για ψυχικές διαταραχές ή χρήση ναρκωτικών.
Σήμερα, η οπλοκατοχή υποστηρίζεται από την ισχυρή «National Rifle Association» (με 4 εκατ. μέλη και ισχυρούς δεσμούς με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα) και από ακροδεξιές παραστρατιωτικές ομάδες που βρίσκονται διάσπαρτες στις ΗΠΑ. Οσο κι αν φανεί περίεργο σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού των ΗΠΑ είναι διάχυτη η αντίληψη ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ορέγεται διαρκώς τις ελευθερίες των πολιτών. Κάποιοι από αυτούς δημιουργούν άτυπες πολιτοφυλακές για να προστατεύσουν τη δημοκρατία. Μερικοί πήγαν ακόμη μακρύτερα. Από την πολιτοφυλακή του Μίσιγκαν προέρχονταν οι Τίμοθι Μακβέι και Τέρι Νίκολς που τον Απρίλιο του 1995 ανατίναξαν το ομοσπονδιακό κτίριο της Οκλαχόμα σκοτώνοντας 165 ανυποψίαστους πολίτες.
Ιnfo
Είναι αστείο, αλλά οι ΗΠΑ είναι μια χώρα που λατρεύουμε μεν να μισούμε, αλλά και αποφεύγουμε να τη γνωρίσουμε. Ελάχιστα βιβλία κυκλοφορούν στα Ελληνικά (συνήθως από κάποιους απίθανους Γάλλους ή Νοτιαμερικανούς, ή στην καλύτερη περίπτωση από εντελώς άγνωστους ακροαριστερούς των ΗΠΑ). Παρ’ όλα αυτά όμως υπάρχει στα ελληνικά «Η Δημοκρατία στην Αμερική» του Αλέξις Τόκβιλ (εκδ. Στοχαστής) και μια σύντομη περιγραφή του κ. Θάνου Βερέμη, «ΗΠΑ. Από το 1776 έως σήμερα. Η εκδοχή ενός ταξιδιώτη», εκδ. Ι. Σιδέρη.
Στα ελληνικά επίσης κυκλοφόρησε και το ντοκιμαντέρ του Μάικλ Μουρ για την οπλοκατοχή στις ΗΠΑ «Ακήρυχτος Πόλεμος» («Καθημερινή»).
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 23.3.2008