Το ελληνικό σύστημα προκρίνει την οπισθοδρόμηση, επειδή ο λαϊκισμός έχει εύκολο αντίπαλο κάθε αλλαγή, η οποία εκ της φύσεως της ενέχει ρίσκο.
Δέκα χρόνια κρίσης τώρα και τίποτε δεν άλλαξε στα κεντρικά δελτία ειδήσεων. Ξέρουμε εκ των προτέρων τι θα δούμε: κουβεντολόι, κάτι σαν ρεπορτάζ, ξανά κουβεντολόι και στο τέλος, σαν κερασάκι, μια ατάκα «αγανάκτησης» του κεντρικού τηλεπαρουσιαστή ή τηλεπαρουσιάστριας. Το «δέκα» δεν είναι λάθος· η κρίση των ΜΜΕ προϋπήρχε της οικονομικής που εμφανίστηκε στην Ελλάδα το 2009, λόγω των νέων τεχνολογιών του Διαδικτύου. Κι όμως οι μεγαλύτεροι οργανισμοί δεν άλλαξαν το παραμικρό στη δομή τους· ούτε καν το σκηνικό.
Τέσσερα χρόνια οικονομικής κρίσης τώρα και όλοι ξέρουμε τι μας ξημερώνει. Η κυβέρνηση την τελευταία στιγμή και υπό την πίεση των δανειστών θα ανακοινώσει κάποια μέτρα· η αντιπολίτευση θα τα χαρακτηρίσει καταστροφικά· τα ΜΜΕ θα εμφανίσουν κάποιους πικραμένους συνδικαλιστές που θα μιλήσουν για «ολομέτωπη επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα» και το κέντρο της Αθήνας θα κλείσει από 100-5.000 διαδηλωτές. Η κυβέρνηση θα εκδώσει ανακοινώσεις για την «ανεύθυνη στάση της αντιπολίτευσης», ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση θα ζητήσει εκλογές για να σταματήσει ο «κατήφορος». Η κεντρική πολιτική σκηνή έγινε μια ατέλειωτη «μέρα της μαρμότας», της αέναης επανάληψης όπως στην ομώνυμη ταινία του Χόλιγουντ.
Η αλήθεια είναι πως ουδεμία από τις ελίτ θέλει να αλλάξει κάτι στον τόπο. Για κάθε λύση προτείνεται ένα πρόβλημα: «τι θα γίνει αν…». Ο δημόσιος διάλογος σπανίως κοιτά το ισοζύγιο των προτεινόμενων μέτρων. Θα επικεντρωθεί στο σκέλος του παθητικού που προκαλεί και τη μεγαλύτερη συγκίνηση. Πρωινοί τηλεμαϊντανοί θα ουρλιάξουν για τον Αρμαγεδδώνα των μέτρων, ενώ οι πιο «σοβαροί» βραδινοί για κάθε προτεινόμενη μεταρρύθμιση θα αποφανθούν ότι «αυτό δεν είναι μεταρρύθμιση». Στη Βουλή θα ακολουθήσει η συνήθης φασαρία για να έχουν τα κανάλια κάτι να παίξουν στα δελτία των οκτώ· «ένταση προκλήθηκε στη Βουλή…».
Ακόμη και μεταρρυθμίσεις που προωθούν τη διαφάνεια, όπως ήταν η Διαύγεια, θα απαξιωθούν είτε με το «αυτό είναι το σημαντικό τώρα;» είτε «δεν αίρεται η εντύπωσή μου ότι πρόκειται για μια προσπάθεια επικοινωνιακή να αλλάξετε την ατζέντα» (Αλέξης Τσίπρας, Βουλή 30.6.2010). Αλλες μεταρρυθμίσεις όπως είναι η αξιοκρατική επιλογή στελεχών του Δημοσίου (opengov) υπονομεύονται και από μέσα. Δεν αναφερόμαστε μόνο στις καθυστερήσεις –εν μέρει λογικές, επειδή ο θεσμός ήταν νέος– αλλά στο γεγονός ότι οι τότε υπουργοί φρόντισαν ώστε από την αξιολογική διαδικασία να προκριθούν στελέχη του βαθέος ΠΑΣΟΚ, όπως έγινε με τους διοικητές των νοσοκομείων. Ετσι ταχύτατα επιστρέψαμε στην παλιά νομή του κράτους με αναλογίες 4-2-1.
Και τώρα, αφού με πολλές θυσίες καταφέραμε να διορθώσουμε τα δημοσιονομικά, αντί να προχωρήσουμε στην παραγωγική αναδιάρθρωση της χώρας συνεχίζεται το παλιό θέατρο. Η κυβέρνηση κάνει όσα ρουσφέτια μπορεί και η αντιπολίτευση καταγγέλλει την «κακούργα πραγματικότητα». Ουδεμία καινοτομία. Ολα μοιάζουν να ξεπατικώνονται από το βιβλίο της πρόσφατης Ιστορίας. Ακόμη και ο κ. Αλέξης Τσίπρας δεν πήγε στην τελετή έναρξης της ελληνικής προεδρίας μιμούμενος τον μεγάλο λαϊκιστή Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος το 1979 δεν παραβρέθηκε στο Ζάππειο κατά την υπογραφή ένταξης της Ελλάδος στην ΕΟΚ.
Το ελληνικό σύστημα προκρίνει την οπισθοδρόμηση, επειδή ο λαϊκισμός έχει εύκολο αντίπαλο κάθε αλλαγή, η οποία εκ της φύσεώς της ενέχει ρίσκο. Ομως, χωρίς βαθιές τομές όλα όσα επιτεύχθηκαν τα τέσσερα αυτά δύσκολα χρόνια είναι θνησιγενή. Η αδράνεια δεν εγγυάται τη σταθερότητα. Το μόνο που καταφέρνει είναι η κατρακύλα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 12.1.2014