Δεν υπήρξε προηγούμενη συζήτηση όταν ο Γιώργος Παπανδρέου εισήγαγε στην ελληνική πολιτική διαδικασία την εκλογή του αρχηγού από τη βάση. Ηταν μία από τις τομές που δυτικοαναθρεμμένοι πολιτικοί έκαναν στα ελληνικά πράγματα, με σκεπτικό σαν εκείνο του Κων. Καραμανλή, «εγώ θα τους ρίξω στη θάλασσα κι αυτοί θα αναγκαστούν να κολυμπήσουν». Στο ΠΑΣΟΚ τότε στραβομουτσούνιασαν, αλλά ο αποκαλούμενος ΓΑΠ ήταν τότε η μόνη ελπίδα για να κερδίσουν τις εκλογές. Συνεπώς, τα στελέχη μουρμούρισαν ως συνήθως, αλλά ένα εκατ. πολίτες που στήθηκαν στην ουρά για να ψηφίσουν τον μοναδικό υποψήφιο, νομιμοποίησαν τη διαδικασία. Στα άλλα κόμματα, αλλά και σχεδόν στο σύνολο των ΜΜΕ, έγιναν τα συνήθη χλευαστικά σχόλια, ανάλογα του «πράσινη ανάπτυξη και πράσινα άλογα».
Η διαδικασία ισχυροποιήθηκε το 2007 με τη σύγκρουση Παπανδρέου – Βενιζέλου. Υιοθετήθηκε το 2010 από τη Νέα Δημοκρατία και δέκα χρόνια μετά από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αρχισε τώρα να αμφισβητείται πρωτίστως από τα αριστερά, μετά την απρόσμενη εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη και τα καραγκιοζιλίκια που ακολούθησαν. Κάποιοι χαρακτήρισαν τη διαδικασία «επικίνδυνη ανοησία», διότι «αν κάποιοι οργανώσουν τον κόσμο τους, όποιοι κι αν είναι αυτοί οι κάποιοι, μπορούν να εκλέξουν σε ένα κόμμα τον αρχηγό που επιθυμούν! Ακόμα και αν αυτοί οι κάποιοι είναι ένα αντίπαλο κόμμα» (Δημ. Κανελλόπουλος, «Εφημερίδα των Συντακτών», 6.10.2024).
Βεβαίως αυτό προϋποθέτει οργάνωση κομμάτων, τέτοια, που δεν έχουμε δει πουθενά στον κόσμο. Αν μπορούσε να γίνει αυτό, οι Δημοκρατικοί θα ξεφορτώνονταν τον Τραμπ πριν καν διεκδικήσει την προεδρία, αφού θα είχαν και τη σύμπραξη πολλών του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Στην Ελλάδα πάλι τα κόμματα δεν μπορούν να πείσουν τους ψηφοφόρους τους να πάνε στις δικές τους εσωκομματικές εκλογές, πόσο δε μάλλον σε εκλογές αντιπάλου κόμματος. Τον Ιανουάριο του 2015 ψήφισαν Ν.Δ. 1,7 εκατ. άνθρωποι και τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου εμφανίστηκαν στις «γαλάζιες» κάλπες μόνο 404.000..
Η αλήθεια είναι ότι σε τέτοιες μαζικές διαδικασίες μπορούν να συμβούν ατυχήματα σαν αυτό που έπαθε ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν και η περίπτωση Κασσελάκη είναι μοναδική στον κόσμο –φτιαγμένη από υλικό του Χόλιγουντ και μάλιστα όχι στις καλύτερες στιγμές του– σε ό,τι αφορά τον βασικό στόχο των κομμάτων που είναι να κερδίσουν εκλογές, ατυχήματα συνέβησαν και σε άλλα κόμματα που ακολουθούσαν πιο κλειστές διαδικασίες. Το 1981 η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ν.Δ. αποδοκίμασε τον Γεώργιο Ράλλη κι εξέλεξε τον Ευάγγελο Αβέρωφ, ο οποίος «εγκαινίασε μια πιο σκληρή αντιπολιτευτική γραμμή έναντι της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ» («Καθημερινή», 10.12.1981), κάτι που οδήγησε τη Ν.Δ. στα βράχια και στην αντικατάστασή του.
Στο επιχείρημα «δείτε τι έπαθε ο ΣΥΡΙΖΑ με την εκλογή από τη βάση», υπάρχει και το αντεπιχείρημα Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο επίσης εκλεγείς από τη βάση αρχηγός της Ν.Δ. ανανέωσε το κόμμα του κι έκτοτε έχει βαρεθεί να κερδίζει εκλογές. Συνεπώς, αν ζούσε σήμερα ο Σαίξπηρ θα αναφωνούσε: «Το λάθος, αγαπητέ μου Βρούτε, δεν είναι στ’ αστέρια ούτε στη διαδικασία, αλλά μέσα μας, στην κομματική βάση που φτιάξαμε στις εποχές της αμετροέπειας».
Φυσικά η εκλογή από τη βάση δεν αποτελεί πανάκεια για τις πολλές ασθένειες της πολιτικής. Δεν εκλέγονται πάντα οι –κατά την άποψή μας– καλύτεροι αρχηγοί. Αλλά σάμπως εκλέγονται πάντα οι –κατά την άποψή μας– καλύτεροι πρωθυπουργοί; Η διαδικασία επιχειρεί να θεραπεύσει την εντεινόμενη αδιαφορία των πολιτών για τα κοινά και απαντά σε ένα παλιό ερώτημα της πολιτικής θεωρίας. Βγάζουν καλύτερες αποφάσεις τα κονκλάβια των σοφών ενός κόμματος (που μπορεί να έχουν τις δικές τους προτεραιότητες ή ατζέντες) ή υπάρχει κάποια σοφία του πλήθους; Η συζήτηση συνεχίζεται…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 13.10.2024