Η Ελλάδα βρίσκεται ακριβώς στην περίοδο «κρίσης Παραδείγματος» και στην αναζήτηση μιας νέας θεώρησης των πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων.
Ενα από τα ερωτήματα που κυκλοφορούν είναι «αν και κατά πόσον το πολιτικό σύστημα που μάς οδήγησε σ’ αυτή την κρίση μπορεί και να μάς βγάλει από αυτή». Δύσκολο ερώτημα, διότι όπως έλεγε και ο μεγάλος φυσικός Νιλς Μπορ «οι προβλέψεις είναι δύσκολες, ειδικά όταν αφορούν το μέλλον».
Αλλά, πάλι, το ερώτημα εμπεριέχει μια μπαγαποντιά. Πολλοί από όσους θέτουν το ερώτημα θεωρούν αξιωματικά ότι το πολιτικό σύστημα είναι κάτι που βρίσκεται έξω από τις κοινωνικές διεργασίες και αυτονομημένο κατάφερε να μάς οδηγήσει στην κρίση. Ταυτόχρονα, όμως, θεωρούν ως το μέγιστο αμάρτημα αυτού τού πολιτικού συστήματος τον «φόβο τού πολιτικού κόστους». Δηλαδή κατηγορούν το πολιτικό σύστημα ότι δεν έδρασε επαρκώς αυτόνομα από την κοινωνική θέληση, ώστε να λάβει τα «αντιλαϊκά μέτρα» που απαιτούνταν για να μην οδηγηθούμε στην κρίση.
Αυτή η αφανής αντίφαση μπορεί να γίνει επικίνδυνη διότι υπονοείται ότι η δημοκρατία έχει τουλάχιστον ένα αδιέξοδο, τον φόβο του πολιτικού κόστους. Εμπεδώνεται σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ότι η σωτηρία δεν μπορεί να είναι προϊόν δημοκρατικής διεργασίας, αλλά πρέπει να επιβληθεί, είτε απ’ έξω, είτε από πάνω. Οτι υπάρχουν κάποιοι άριστοι που ξέρουν καλύτερα από εμάς και θα μας σώσουν, θέλουμε δεν θέλουμε.
Η αλήθεια όμως είναι ότι το πολιτικό σύστημα δεν είναι ένα ενιαίο πράγμα, ούτε αμετάβλητο στον χρόνο. Υπήρξαν καλύτεροι και χειρότεροι πολιτικοί, υπήρξαν άνθρωποι που έπεισαν κι άλλοι που δεν έπεισαν, υπήρξαν κυβερνήσεις που πήραν μέτρα μπροστά σε εθνικούς κινδύνους κι άλλες που είπαν «ασ’ το γι’ αργότερα» και γι’ άλλους.
Πιο λογικό είναι το ερώτημα αν οι σημερινοί πολιτικοί σχηματισμοί και οι πολιτικοί που τους απαρτίζουν -αυτοί, δηλαδή, που εκ της θέσεώς τους και εκ των πραγμάτων έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για αυτή την κατάσταση- μπορούν να μάς βγάλουν από αυτή την κατάσταση. Εδώ όμως ελλοχεύει κι ένα άλλο ερώτημα: αν όχι αυτοί, ποιοι;
Στο κλασικό του έργο «Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων» ο φιλόσοφος Τόμας Κουν περιγράφει τη διαδικασία αλλαγής επιστημονικού «Παραδείγματος». Αναφέρει ότι σε περιόδους που τα φυσικά φαινόμενα δεν μπορούν να εξηγηθούν από την κυρίαρχη επιστημονική θεώρηση («Παράδειγμα»), πρώτα επικρατεί μια περίοδος σύγχυσης. Οι επιστήμονες «μπορεί να χάνουν την πίστη τους και στη συνέχεια να εξετάζουν άλλες λύσεις, αλλά δεν απαρνούνται το Παράδειγμα που τους οδήγησε στην κρίση… Η απόφαση απόρριψης ενός Παραδείγματος είναι πάντοτε ταυτόχρονα η απόφαση αποδοχής ενός άλλου Παραδείγματος.» Κι αυτό είναι το λογικό: «Το να απορρίπτουμε ένα Παράδειγμα, χωρίς να το αντικαθιστούμε με κάποιο άλλο, ισοδυναμεί με απόρριψη της ίδιας της επιστήμης».
Η Ελλάδα βρίσκεται ακριβώς στην περίοδο «κρίσης Παραδείγματος» και στην αναζήτηση μιας νέας θεώρησης των πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων. Σ’ αυτή την περίοδο θα ακούγονται πολλά και κάποια εξωφρενικά. Tην περίοδο που προηγήθηκε της Θεωρίας της Σχετικότητας εφευρέθηκε ο ανύπαρκτος «αιθέρας», για να εξηγηθούν διάφορα φαινόμενα. Επιπλέον, κατά τον Κουν «πολλοί έφτασαν να εγκαταλείψουν την επιστήμη γιατί δεν κατάφεραν να υπομείνουν την κρίση… να ζουν σ’ ένα κόσμο δίχως συνοχή».
Η «αλλαγή Παραδείγματος» είναι μια επίπονη διαδικασία που χρειάζεται χρόνο. Θα προταθούν καινούργια πράγματα, θα υπάρξουν νέοι σχηματισμοί, κάποιοι θα πείσουν κι άλλοι όχι, αλλά στο τέλος κάτι νέο θα γεννηθεί.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 3.7.2011