Το 1986 έλαβε χώρα μια ενδιαφέρουσα διαμάχη εντός του κυβερνώντος κόμματος, που τότε ήταν το κραταιό ΠΑΣΟΚ. Η επίσημη θέση της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν ότι η ραδιοφωνία έπρεπε να είναι μόνο ιδιοκτησία του κράτους· για την τηλεόραση δεν γινόταν τόσο μεγάλη κουβέντα, ίσως επειδή θεωρείτο πολύ ακριβή υπόθεση να στήσει κάποιος τηλεοπτικό σταθμό. Τότε ήταν που ρωτήθηκε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Μαρούδας τι θα κάνει η κυβέρνηση αν κάποιοι μεταδίδουν δορυφορικά προγράμματα και απάντησε «θα καταρρίψουμε τους δορυφόρους». Εθνική μεγαλαυχία στα καλύτερά της…
Ο γιος όμως του προέδρου του ΠΑΣΟΚ κ. Γιώργος Παπανδρέου είχε άλλη άποψη. Τάχθηκε υπέρ της νομιμοποίησης των τότε «ερασιτεχνικών ραδιοσταθμών», διότι «η Ελεύθερη Ραδιοφωνία έχει σημαντικό ρόλο να παίξει σε μια δημοκρατική κοινωνία. Γιατί ακριβώς μέσα από αυτήν εκφράζονται οι απόψεις, οι τάσεις, οι σκέψεις (…) Αυτό που πρέπει να δούμε είναι μια σειρά από διάφορα στάδια. Οταν λέμε Ελεύθερη Ραδιοφωνία δεν λέμε ότι αύριο θα επιτραπεί στον καθέναν να λειτουργεί ένα σταθμό…» (ΕΡΑ2, 7.11.1986).
Ο ισχυρός τότε υπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ Ακης Τσοχατζόπουλος απάντησε αμέσως. Οταν ρωτήθηκε «βλέπετε πιθανόν να επιτραπεί η λειτουργία ιδιωτικών σταθμών και καναλιών;», απάντησε «αυτό ποτέ. Είναι αντίθετο με την ιδεολογία μας» (Ελευθεροτυπία, 13.11.1986). Από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν υπήρξε αντίδραση. Οι τρεις νεοεκλεγέντες δήμαρχοι των μεγάλων πόλεων (Αθήνα: Μιλτιάδης Εβερτ, Πειραιάς: Ανδρέας Ανδριανόπουλος, Θεσσαλονίκη: Σωτήρης Κούβελας) είχαν βάλει πλώρη για να σπάσουν στην πράξη το κρατικό μονοπώλιο, κάτι που κατάφεραν τον επόμενο χρόνο. Συνεπώς δεν μπορούσαν να πουν «ελεύθερη ραδιοφωνία και πράσινα άλογα».
Το κράτος όχι μόνο δεν πήρε λεφτά από τον περιορισμένο δημόσιο πλούτο των συχνοτήτων, αλλά διάφοροι πούλησαν τα καταπατημένα.
Η δογματική ακαμψία του ΠΑΣΟΚ και η κωλυσιεργία της τότε κυβέρνησης δεν ήταν τσάμπα. Την πλήρωσε –φυσικά– ο τόπος. Αντί η απελευθέρωση να γίνει με κανόνες και διάφορο για τον κρατικό κορβανά από την ενοικίαση των σπάνιων συχνοτήτων, έγινε άναρχα. Οποιοσδήποτε τότε είχε κάποια λεφτά και περίσσιο θράσος καταπατούσε μια συχνότητα και μετέδιδε ό,τι επιθυμούσε. Οι κανόνες αντί να θεσπιστούν με δημοκρατικό διάλογο πριν από την απελευθέρωση, τέθηκαν μετά και ήταν για τα μάτια του κόσμου. Ας θυμηθούμε μόνο πόσα κανάλια υπήρχαν κι έσβησαν και πόσες συχνότητες άλλαξαν χέρια με αστρονομικά ποσά. Το κράτος όχι μόνο δεν πήρε λεφτά από τον περιορισμένο δημόσιο πλούτο, αλλά διάφοροι πούλησαν τα καταπατημένα. Η ελληνική επιχειρηματικότητα στα καλύτερά της…
Γιατί τα θυμηθήκαμε όλα αυτά; Επειδή τα ξαναζούμε, αρκεί στη θέση της «ελεύθερης ραδιοφωνίας» να βάλουμε το στοίχημα της «ανώτατης παιδείας». Τριάντα χρόνια τώρα συζητάμε για την ανάγκη ίδρυσης μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων και τριάντα χρόνια κωλυσιεργούμε, επειδή αντιδρούσε η κάποτε πανίσχυρη ιδεολογικώς Αριστερά· «αυτό ποτέ. Είναι αντίθετο με την ιδεολογία μας», που θα ‘λεγε και ο Ακης Τσοχατζόπουλος, τα πρωτοπαλίκαρα του οποίου βρίσκονται σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ. Το αποτέλεσμα είναι να μη συζητάμε σήμερα για μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά ιδρύματα, αλλά για ιδιωτικά ΑΕΙ, παρ’ όλο που η ιδιωτική ανώτατη παιδεία απέτυχε παντού στον κόσμο, ακόμη και στην καπιταλιστικομανή Αμερική. Είχε κάνει και ο Ντόναλντ Τραμπ το «Trump Wealth Institute» που όχι μόνο πήγε άπατο, αλλά τα στελέχη του καταδικάστηκαν για μια σειρά από απάτες.
Τα ιδεολογικά γινάτια της Αριστεράς, αλλά και μέρους του ΠΑΣΟΚ, όπως φάνηκε στη θλιβερή υπαναχώρηση για την αναθεώρηση του άρθρου 16 το 2006, έχουν κόστος. Φυσικά για τον τόπο. Αντί να ρυθμιστούν τα επερχόμενα με τον καλύτερο τρόπο για τους πολίτες και τη χώρα, κλείνουμε τα μάτια, όπως στα τροχαία δυστυχήματα για να μη δούμε τη σφοδρή σύγκρουση με την πραγματικότητα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 16.7.2023