Αλήθεια! Χρειάζεται νέα εποπτική αρχή για να μην αγοράζει ένα ταμείο, σαν το ΤΕΑΔΥ, ομόλογα των 100 ευρώ προς 106 ευρώ;
Δηλαδή, τα νέα εποπτικά όργανα που θα ανακοινώσει σήμερα ο υπουργός Εργασίας και ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, τι θα κάνουν που δεν κάνουν οι υπάρχουσες αρχές; Τι ακριβώς θα λένε στον μέλλοντα διοικητή του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΕΑΔΥ); «Μην αγοράζεις ομόλογα των 100 ευρώ προς 106 ευρώ»; Και τι σόι τεχνογνωσία χρειάζεται ένα Διοικητικό Συμβούλιο για να καταλάβει πως όταν ένα ομόλογο πωλείται στο Χρηματιστήριο προς 100 ευρώ δεν το αγοράζεις από οποιαδήποτε χρηματιστηριακή προς 106 ευρώ;
Στην Ελλάδα, κάθε φορά που αποκαλύπτεται κάποιο σκάνδαλο, ανακοινώνεται και η δημιουργία ενός εποπτικού οργάνου. Ετσι γίνεται και σήμερα. Εδώ έχουμε ένα απλό συμβάν, το οποίο μάλιστα αποκάλυψαν τα υπάρχοντα εποπτικά όργανα. Μόνα τους. Ας θυμίσουμε ότι η ιστορία της «Ακρόπολις» Χρηματιστηριακή ξεκίνησε έπειτα από έρευνα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που διαπίστωσε αφ’ ενός τη διαφορά των 6 περίπου ευρώ μεταξύ τιμής κτήσης του ομολόγου και τιμής του στο Χρηματιστήριο και αφ’ ετέρου την περίεργη διαδρομή μέσω Κύπρου.
Με άλλα λόγια, το υπάρχον σύστημα ελέγχου λειτούργησε άψογα. Η εντεταλμένη επιτροπή διαπίστωσε κάτι ύποπτο στη συναλλαγή και έστειλε την υπόθεση στον εισαγγελέα για τα περαιτέρω. Οπως, εξάλλου, θα έκανε και για κάθε επενδυτή.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει και ένα δεύτερο σύστημα εποπτείας, μια επιτροπή ελέγχου των επενδύσεων των ταμείων, η οποία από το 2004 δεν συνεδρίασε. Κι εντάξει! Αν λειτουργούσε και γινόταν το σκάνδαλο, τότε δικαίως θα ψάχναμε για εποπτικό έλλειμμα και μπορεί να καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι το σύστημα χρειάζεται ενίσχυση με μία ή με δέκα επιπλέον επιτροπές. Από τη στιγμή που το υπάρχον σύστημα εποπτείας εσκεμμένα δεν λειτουργεί, γιατί να φτιάξουμε ακόμη μία επιτροπή, η οποία -εκ πείρας πλέον γνωρίζουμε- ότι μπορεί να μη συνεδριάσει και αυτή;
Καλλιεργείται μια σύγχυση σχετικά με το «σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου» του 1999 και με το «σκάνδαλο του Επικουρικού Ταμείου» του 2007. Στην πρώτη περίπτωση, όλοι πεισθήκαμε, ασχέτως αν ακόμη δεν μπορούμε να το αποδείξουμε, ότι η Δημόσια Επιχείρηση Κινητών Αξιών (ΔΕΚΑ) επένδυσε στο Χρηματιστήριο έτσι ώστε να συντηρηθούν οι ελπίδες των μικρομετόχων για γρήγορο πλουτισμό, τόσο διάστημα όσο χρειαζόταν το ΠΑΣΟΚ να κερδίσει τις εκλογές του 2000.
Αυτό είναι ένα λογικό συμπέρασμα που συνάγεται και η διοίκηση της ΔΕΚΑ ελέγχεται κατ’ αρχήν για την απρονοησία της. Επένδυσε σε μετοχές που η τιμή τους έπεσε. Μέχρι να αποδειχθεί ότι υπήρξε πολιτική εντολή για φούσκωμα του Χρηματιστηρίου ή να αποδειχθεί ότι ήξεραν πως οι μετοχές θα πέσουν (και παρ’ όλα αυτά εκείνοι επένδυσαν) έχουμε ένα πολιτικό σκάνδαλο. Η διοίκηση δηλαδή της ΔΕΚΑ δεν ελέγχεται όπως η διοίκηση του ΤΕΑΔΥ για αγορά υπερτιμολογημένων μετοχών. Εκατό ευρώ, π. χ., έκανε η τιμή της μετοχής της «Εθνικής», εκατό ευρώ την αγόρασαν. Δεν την αγόρασαν 106 ευρώ, κάτι για το οποίο ελέγχεται τώρα η διοίκηση του ΤΕΑΔΥ. Είναι άλλης τάξης σκάνδαλο το ένα και άλλης το άλλο. Στην πρώτη περίπτωση υπάρχει υποψία ότι έγινε πολιτικό παιγνίδι με τα λεφτά του ελληνικού λαού, στη δεύτερη υπάρχει υποψία ότι κάποιοι ενθυλάκωσαν 5 εκατομμύρια ευρώ.
Οπως και να έχει το ζήτημα, όμως, από τη στιγμή που δεν συγκαλούνται οι παλιές, νέες επιτροπές ελέγχου δεν χρειάζονται. Κυρίως χρειάζεται τόλμη για αποκέντρωση της διαχείρισης των αποθεματικών των ταμείων σε εκείνους στους οποίους ανήκουν. Στους εργαζομένους. Και σε ό, τι αφορά τα επικουρικά, πρέπει να θυμηθούμε μια ακόμη συκοφαντημένη πρόταση του κ. Στέφανου Μάνου. Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 20.3.2007