Το βασικότερο, όμως, πρόβλημα είναι ότι η ελληνική κοινωνία είναι υπέρ των δομικών μεταρρυθμίσεων γενικώς, αλλά υπέρ καμίας ειδικώς.
Οι Ευρωπαίοι συνειδητοποιούν ότι οι περικοπές δεν αρκούν για να ορθοποδήσει η ελληνική οικονομία. Για την ανάγκη διαρθρωτικών αλλαγών μίλησε ο επικεφαλής των Φιλελευθέρων του Ευρωκοινοβουλίου κ. Γκι Φερχόφσταντ σε συνάντηση που είχαν χθες στην Αθήνα κορυφαίοι ευρωβουλευτές όλων των χωρών της Ε.Ε., το ίδιο υπογράμμισε και η κ. Μπακογιάννη, κάνοντας κριτική στην τρόικα διότι πίεσε για τα δημοσιονομικά, αλλά όχι για την απελευθέρωση της οικονομίας.
Η αλήθεια είναι ότι για το ίδιο προσπαθούσε να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους μας από το 2009 και ο κ. Γιώργος Παπανδρέου. Τους έλεγε ότι το πρόβλημα της χώρας δεν είναι οικονομικό, αλλά πελατειακού, διεφθαρμένου και σπάταλου κράτους. Μπορούσε, όμως, ο τέως πρωθυπουργός να προωθήσει τις διαρθρωτικές αλλαγές αν έλειπε το Μνημόνιο; Η διετής διακυβέρνησή του δείχνει πως όχι. Κάποιες μεταρρυθμίσεις, όπως το ασφαλιστικό, ο «Καλλικράτης», ο νόμος για την ανωτάτη Παιδεία, η ΕΛΣTΑΤ κ.ά., προχώρησαν. Ο βασικός πυρήνας, όμως, του μεγάλου και παρεμβατικού κράτους έμεινε ανέπαφος. Δεν ξέρουμε τι καλύτερο θα κατάφερνε αν οι περικοπές μισθών και συντάξεων δεν υπονόμευαν κάθε απόπειρα αλλαγής, όπως δεν ξέρουμε αν οι υπουργοί του θα μπορούσαν, σε περιόδους «πολιτικής ειρήνης», να κάνουν κάτι καλύτερο. Κρίνοντας από την πολιτεία (ειδικά των παλιότερων) πρέπει να απαντήσουμε αρνητικά. Το πολιτικό προσωπικό έχει εκλεγεί από το πελατειακό κράτος κι έχει μεγαλώσει μ’ αυτό. Δύσκολα μπορεί να κάνει υπέρβαση.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όμως, αντιμετωπίζουν κι άλλα προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι, σε αντίθεση με τις περικοπές, δεν έχουν άμεσα δημοσιονομικά αποτελέσματα. Ο νόμος, π.χ., για τα ΑΕΙ θα αποδώσει, αλλά πρέπει πρώτα να λειτουργήσει το νέο σύστημα, να βγουν οι πρώτοι απόφοιτοι κ.λπ. Η μεταρρύθμιση είχε άμεσο κόστος (καταλήψεις, πορείες κ.λπ.) αλλά το όφελος θα εμφανιστεί έμμεσα στον κρατικό προϋπολογισμό τη δεκαετία του 2030. Το ζητούμενο, όμως, ήταν ότι για να επιβιώσει η Ελλάδα έπρεπε να δανειστεί το 2010 ή έστω (κατά το Μνημόνιο) το 2012. Η πίεση των αγορών μεταμορφώθηκε σε πίεση των θεσμικών εταίρων και τελικώς ευνόησε τα βραχυπρόθεσμα σε αποτελεσματικότητα μέτρα· αυτά που θεραπεύουν τους αριθμούς, αλλά όχι και τις δομές που παράγουν ελλείμματα.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι οι δομικές μεταρρυθμίσεις έχουν μικρό κοινωνικό κόστος, αλλά μεγάλο πολιτικό. Η απελευθέρωση των επαγγελμάτων, π.χ., θα έπληττε ομάδες πληθυσμού, αλλά όχι ολόκληρη την κοινωνία οριζόντια. Οι προσοδοθηρικές ομάδες, όμως, είναι οργανωμένες και έχουν μεγαλύτερο πολιτικό βάρος. Οι υπουργοί λειτουργούν πρωτίστως ως υποψήφιοι βουλευτές και μια οργανωμένη ψηφοδότηση είναι λαχείο. Τις περικοπές μπορούν κάλλιστα να τις φορτώσουν στην τρόικα, στον υπουργό Οικονομικών ή στην αμέλειά τους να διαβάσουν το σημαντικότερο κείμενο της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας.
Το βασικότερο, όμως, πρόβλημα είναι ότι η ελληνική κοινωνία είναι υπέρ των δομικών μεταρρυθμίσεων γενικώς, αλλά υπέρ καμίας ειδικώς. Συνεπικουρούμενες από τα ΜΜΕ, οι προσοδοθηρικές ομάδες τρομάζουν για τα «δεινά» που θα επιφέρει στον λαό κάθε μεταρρύθμιση. Ετσι δημιουργείται πρόσθετη πολιτική πίεση και όλα μένουν στάσιμα. Μέχρι να αναγκαστούμε να περικόψουμε συντάξεις και μισθούς.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 8.2.2012