Η αστυνόμευση είναι μια ευαίσθητη και δύσκολη υπόθεση. Κυρίως είναι μια υπόθεση εφαρμογής των νόμων και ο χειρότερος τρόπος να γίνει είναι η καταπάτηση αυτών των νόμων.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να μην λύνονται προβλήματα. Ο πρώτος είναι να μην συζητούνται και ο ασφαλέστερος να συζητούνται με στερεότυπα. Σαν αυτά που χρησιμοποιούμε και για το θέμα της δημόσιας τάξης. Το πρώτο στερεότυπο είναι «οι ανεκπαίδευτοι αστυνομικοί». Δεν ξέρουμε πόσο αληθές είναι αυτό, διότι κανείς δεν μας δίνει το μέτρο της αριστείας. Δηλαδή πώς ορίζεται ο «εκπαιδευμένος αστυνομικός», για να αφορίζονται οι δικοί μας ως «ανεκπαίδευτοι»;
Το δεύτερο στερεότυπο είναι «η απούσα αστυνομία». Κάθε συνεπής νεοέλληνας, εκτός από πανεπιστήμιο στην πόλη του, νοσοκομείο στο χωριό του, θέλει και τον αστυνομικό στην πόρτα του, μαζί με τον εφοριακό για να τού μαζεύει τις αποδείξεις, όποτε ψωνίζει. Το θέμα είναι ότι και αυτός ο αφορισμός -αίσθηση που διαρκώς καλλιεργείται από τα ΜΜΕ- δεν συνοδεύεται από μετρήσιμα στοιχεία. Ποιος είναι ο μέσος χρόνος απόκρισης σε ένα συμβάν της Ελληνικής Αστυνομίας και πόσος της γαλλικής ή της γερμανικής; Μετρώντας και συγκρίνοντας βλέπουμε πού βρισκόμαστε και ανακαλύπτουμε τι μπορούμε να διορθώσουμε.
Ενα τρίτο στερεότυπο είναι «η αστυνομική βία». Αυτή είναι υπαρκτή, όπως και ασκείται σε κάθε γωνιά του κόσμου. Το ορθό ερώτημα πρέπει να είναι αν και κατά πόσον είναι δικαιολογημένη αυτή η βία. Σε μια διαδήλωση, για παράδειγμα, όταν κάποιοι διαδηλωτές προσπαθούν να σπάσουν τον αστυνομικό κλοιό (στην Ελλάδα κάποιοι θεωρούν δικαίωμα και αυτό) φυσικά θα ασκηθεί βία. Απλώς δεν πρέπει να είναι με το κλομπ ανάποδα και πρέπει διαρκώς να ελαχιστοποιείται. Οταν κάποιος αντιστέκεται στη σύλληψη θα ασκηθεί βία. Αν κάποιος συλληφθεί απαγορεύεται κάθε βιαιότητα. Δυστυχώς, τα κρούσματα αυθαιρεσίας αστυνομικών (που μένουν ατιμώρητα) ενισχύουν αυτό το στερεότυπο με αποτέλεσμα να απονομιμοποιείται και η νόμιμη βία που ασκεί η αστυνομία.
Το τέταρτο στερεότυπο είναι διπλής όψεως και σχεδόν ποδοσφαιρικό: μπαχαλάκηδες εναντίον αστυνομικών και αντιστρόφως. Εδώ έχουμε τους οπαδούς της τάξης και τους οπαδούς της επανάστασης. Οι πρώτοι κάνουν τα στραβά ματιά στις παρανομίες των αστυνομικών και οι δεύτεροι στις βιαιότητες των κουκουλοφόρων, λες και οι Ελληνες πολίτες πρέπει να επικροτήσουν κάποια παρανομία, ανάλογα με τα ρούχα εκείνων που την ασκούν. Είναι εκπληκτικό αλλά, εξ όσων διαβάζουμε, ποτέ αστυνομικοί δεν επιτέθηκαν σε μπαχαλάκηδες. Πάντα «ειρηνικούς διαδηλωτές» έχουν στο στόχαστρο, λες και τους ήξεραν από χθες. Η αλήθεια προφανώς θα βρίσκεται κάπου στο ενδιάμεσο. Και οι μπαχαλάκηδες θα κρύβονται σε φιλόξενα μπλοκ συγκεκριμένων πολιτικών χώρων και οι αστυνομικοί θα κατεβάζουν τα κλομπ επί δικαίων και αδίκων. Από την άλλη, σπανίως οι Ενορκες Διοικητικές Εξετάσεις καταλήγουν σε συγκεκριμένες ευθύνες. Ο συντεχνιασμός των αστυνομικών και οι φωνασκίες των οπαδών της (μισής) τάξης καλύπτουν την αλήθεια.
Η αστυνόμευση είναι μια ευαίσθητη και δύσκολη υπόθεση. Κυρίως είναι μια υπόθεση εφαρμογής των νόμων και ο χειρότερος τρόπος να γίνει είναι η καταπάτηση αυτών των νόμων. Τότε το κοινωνικό συμβόλαιο διαρρηγνύεται και ακολουθεί ο κύκλος βίας. Τώρα είναι η ώρα να ξαναδούμε τα πράγματα, πέρα από τις φοβίες του παρελθόντος και πέρα από τα δόγματα ασφάλειας με κάθε κόστος.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 17.5.2011