Μια δήλωση, ένα μέτρο, μια αστοχία, μπορεί να προβληματίσει, μπορεί να ενοχλήσει ή να ευχαριστήσει, αλλά πρέπει να σωρευθούν πολλά για να υπάρξει αλλαγή στην πρόθεση ψήφου.
Αν πρέπει να διακρίνουμε κάτι από τις δημοσκοπήσεις, που σωρηδόν δημοσιεύονται τον τελευταίο καιρό, δεν είναι το κλείσιμο της ψαλίδας μεταξύ των δύο κομμάτων. Έτσι κι αλλιώς, οι περισσότερες εξ αυτών είναι τηλεφωνικές και πολλοί έχουν εκφράσει βάσιμες αντιρρήσεις για την αξιοπιστία μέτρησης περί πρόθεσης ψήφου χωρίς κάλπη. Έτσι κι αλλιώς οι αυξομειώσεις στην πρόθεση ψήφου, που εμφανίζουν ανά μήνα κάποιες έρευνες, πρέπει να μας προβληματίσουν. Δεν μπορεί μια καλή ή μια κακή εμφάνιση στη Βουλή, τις συζητήσεις της οποίας λίγοι παρακολουθούν, να αλλάζει τόσο δραστικά το απόσταγμα της πολιτικής σκέψης των ψηφοφόρων που είναι η πρόθεση ψήφου.
Ναι, όλα -ακόμη και οι λεπτομέρειες της δημόσιας ζωής- συντελούν στη διαμόρφωση της πολιτικής στάσης, αλλά όχι τόσο δραστικά. Μια δήλωση, ένα μέτρο, μια αστοχία, μπορεί να προβληματίσει, μπορεί να ενοχλήσει ή να ευχαριστήσει, αλλά πρέπει να σωρευτούν πολλά για να υπάρξει αλλαγή στην πρόθεση ψήφου. Και πολλά σε ένα μήνα είναι δύσκολο να μαζευτούν, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες κάποιων υπουργών.
Περισσότερο πρέπει να σταθούμε στα στερεότυπα που κυριαρχούν στο εκλογικό σώμα και καταγράφονται στις αντιφατικές απαντήσεις όλων των δημοσκοπήσεων και είναι εμφανής στη δημοσκόπηση της «Metron Analysis» («Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 6.3.2005). Σ’ αυτήν ερωτώνται οι ψηφοφόροι πώς κρίνουν την πολιτική της σημερινής κυβέρνησης βάσει δύο μοναχά επιθέτων: Κοινωνικά ευαίσθητη ή κοινωνικά σκληρή; Οι στερεότυπες ερωτήσεις παράγουν στερεότυπες απαντήσεις. Φυσικό είναι το 65,6% να τη θεωρεί κοινωνικά σκληρή. Σιγά τα αίματα, που τρέχουν από τα χέρια του κ. Καραμανλή!
Είναι προφανές ότι οι υπόλοιποι 245 από το δείγμα των 1.001 ερωτηθέντων δεν έχουν λάβει ακόμη το εκκαθαριστικό της εφορίας ούτε έχουν πάρει κλήση της τροχαίας τον τελευταίο καιρό ή γενικώς κάτι ληγμένο παίρνουν και δεν νιώθουν την κοινωνική αναλγησία, όχι μονάχα τούτης της κυβέρνησης, αλλά όλων διαχρονικά. Έτσι κι αλλιώς, αυτή καθαυτή η ύπαρξη του κράτους είναι επιβολή επί της κοινωνίας για να επιτευχθούν κάποιοι άλλοι στόχοι. Άρα η απάντηση περί «κοινωνικής σκληρότητας» κάθε κυβέρνησης ξεκινά με αβάντζο. Το παράδοξο λοιπόν, σε μια τέτοια ερώτηση θα ήταν ένα αντίστροφο εύρημα. Τότε δεν θα είχαμε κράτος, θα είχαμε παιδική χαρά.
Ένα άλλο διαχρονικό στερεότυπο, που εμφανίζεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις, είναι αυτό της «Ψωροκώσταινας». Είκοσι χρόνια τώρα η χώρα ?που θυμάμαι τις δημοσκοπήσεις? η πλειοψηφία των κατοίκων της θεωρούν πως πάει από το κακό στο χειρότερο. Τόσο, που αν κάποιος παρακολουθούσε μόνον τις δημοσκοπήσεις, θα έπρεπε να βγάλει το ασφαλές συμπέρασμα ότι κάποτε υπήρχε μια χώρα που την έλεγαν Ελλάδα στην οποία όλα πήγαιναν στραβά μέχρι που καταστράφηκε.
Σίγουρα πολλά δεν πάνε καλά. Κάποια πράγματα πηγαίνουν χειρότερα. Η διαχρονική όμως, δυσθυμία που εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις, δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα που ζούμε. Έχει περισσότερο να κάνει με μια συνολικότερη «κουλτούρα της κατήφειας» που είναι ορατή σε κάθε έκφανση του νεοελληνικού βίου.
Από τα καθημερινά αναθέματα στη ζωή, μέχρι τα ελληνικά τραγούδια (όλα καημούς, λύπες και χωρισμούς αφηγούνται), μέχρι τη λογοτεχνική μας παραγωγή (κάθε βιβλίο είναι ένα δράμα ανεξήγητο) και μέχρι το ελληνικό σινεμά (άλλη ψυχοβγαλτική αφήγηση). Ένα τέτοιο πολιτιστικό (με την ευρεία έννοια) περιβάλλον φυσικό είναι να παράγει απαισιοδοξία.
Οι δημοσκοπήσεις είναι χρήσιμο εργαλείο για την ανάγνωση της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας της χώρας. Περισσότερο όταν ψάχνουμε τις άλλες, πέραν της πρόθεσης ψήφου, απαντήσεις, εκείνες που έχουν τη μικρότερη δημοσιότητα. Έτσι κι αλλιώς, πέρα από το γεγονός ότι η πρόθεση ψήφου χωρίς κάλπη είναι θεμελιακά υπονομευμένη, πάντα αποτελεί ένα πολύ αδρό σκαρίφημα της πραγματικότητας και ελάχιστα καθοριστικό για τη μακροπρόθεσμη πορεία της χώρας.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 7.3.2006