Ας υποθέσουμε ότι το μήνυμα για εγκατάλειψη της πολιτικής του μνημονίου καταγράφεται στις εκλογές. Μετά τι γίνεται;
Είναι απορίας άξιον γιατί η αντιπολίτευση μιλάει για εκβιαστικά διλήμματα και δεν πανηγυρίζει. Μόλις την περασμένη εβδομάδα ο κ. Σαμαράς έλεγε: «Κι όμως σήμερα, είναι η Νέα Δημοκρατία που βάζει την πολιτική ατζέντα. Θυμίζω, ο κ. Παπανδρέου έλεγε ότι αυτές οι εκλογές είναι καθαρά και μόνον αυτοδιοικητικές. Εμείς επιβάλαμε την πολιτικοποίηση των αυτοδιοικητικών εκλογών! Εμείς επιβάλαμε το αληθινό δίλημμα αυτών των εκλογών: την αντιπαράθεση ανάμεσα στην Πολιτική του ΠΑΣΟΚ, την Πολιτική των Αδιεξόδων και της Απελπισίας από τη μια πλευρά, και την Προοπτική της Ανάκαμψης και την Ανάπτυξης, την Προοπτική της Ελπίδας που προσφέρουμε εμείς από την άλλη». (Ομιλία στον Βόλο 21.10.2010)
Θαυμάσιο δίλημμα, αλλά σε τι διαφέρει από εκείνο που έθεσε προχθές ο κ. Παπανδρέου, όταν είπε ότι «το αποτέλεσμα των εκλογών θα συναθροιστεί με άλλες εξελίξεις και αν διαπιστωθεί αδιέξοδο, δηλαδή αδυναμία άσκησης πολιτικής, τότε τη λύση θα δώσει ο λαός»; Πώς αλλιώς, δηλαδή, θα μπορούσε να απαντηθεί αυτό «το αληθινό δίλημμα»; Εκτός αν δεν έχει πολιτικό βάρος, δηλαδή δεν παράγει πολιτικό αποτέλεσμα και είναι μια κουβέντα για να περνάει η ώρα.
Ενα μήνα τώρα ακούμε όλες τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου να ζητούν από τους Ελληνες πολίτες να στείλουν ένα ισχυρό μήνυμα στην κυβέρνηση για να εγκαταλείψει την πολιτική του Μνημονίου. Ας υποθέσουμε ότι αυτό το μήνυμα καταγράφεται στις εκλογές ή έστω όλοι ερμηνεύουν το αποτέλεσμα ως εντολή για αλλαγή πορείας.
Μετά τι γίνεται; Τι ακριβώς κάνουμε με αυτό το μήνυμα; Η μία λύση είναι να καμωθούμε πως δεν υπάρχει. Αυτή είναι μια κάποια λύση. Ομως αυτό θα θύμιζε τον τύπο που οδηγεί ανάποδα στη Σταδίου κι όταν ακούει στο ραδιόφωνο «Προσοχή, προσοχή! Κάποιος οδηγεί ανάποδα στη Σταδίου» μονολογεί: «τι ένας ρε; Εκατοντάδες είναι». Δηλαδή, από τη στιγμή που όλοι μιλούν για μήνυμα του ελληνικού λαού, το μήνυμα υπάρχει. Θέλει δεν θέλει μια κυβέρνηση.
Η δεύτερη, να θεωρήσει η κυβέρνηση το μήνυμα φιλολογικό και να το βάλει στο ράφι. Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία (στον βαθμό που όλοι οι βουλευτές συνομολογήσουν ότι το μήνυμα είναι φιλολογικό) αποφασίζει ότι αυτό το πράγμα που όλοι λένε είναι «εντολή του ελληνικού λαού», δεν είναι μήνυμα αλλά ποίηση. Σ’ αυτήν την περίπτωση όμως το μήνυμα δεν θα αναβιώνει διαρκώς μόνο μέσα στη Βουλή (σ.σ.: όλοι οι πολιτικοί θα το επικαλούνται), αλλά και στις διαπραγματεύσεις με συμφέροντα και συντεχνίες. Δεν θα αιτιολογούν όλοι την αντίθεσή τους στα μέτρα με την απουσία λαϊκής νομιμοποίησης;
Η τρίτη λύση είναι η αλλαγή πορείας, όπως προτείνει η αντιπολίτευση. Ας αφήσουμε τις ακρότητες του ΚΚΕ, που ζητά να φύγουμε από την Ε.Ε., και του ΣΥΡΙΖΑ που θέλει να προσλάβουμε άλλους 100.000 στο Δημόσιο για να πέσουν λεφτά στην αγορά, ώστε να βγούμε από την κρίση. Ας υποθέσουμε ότι ένα άλλο μείγμα, αυτό της Ν.Δ., κάνει εφικτό τον μηδενισμό του ελλείμματος σε ένα ή δύο χρόνια. Η αλλαγή όμως χρειάζεται επαναδιαπραγμάτευση με τους πιστωτές μας. Ποιος θα επαναδιαπραγματευτεί; Μια κυβέρνηση που έχασε διά του μηνύματος τη νομιμοποίηση; Και αφού, όπως λέει η Ν.Δ., η κυβέρνηση τα θαλάσσωσε στην πρώτη διαπραγμάτευση πώς και γιατί να την εμπιστευτεί για την επαναδιαπραγμάτευση; Δεν είναι πιο λογικό να την κάνει η ίδια;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 27.10.2010