Είναι βασική δουλειά της αντιπολίτευσης να αντιπολιτεύεται, αλλά βασικότερο είναι να έχει αρχές.
Κυκλοφορεί μια περίεργη πολιτική θεωρία που λέει σχηματικά το εξής: σε μια Δημοκρατία δουλειά της κυβέρνησης είναι να κυβερνά και της αντιπολίτευσης να αντιπολιτεύεται. Τίποτα άλλο. Καμία συναίνεση, καμία σύγκλιση. Η πολιτική είναι κάτι σαν τη «φυσική κατάσταση» του Τόμας Χομπς, «αέναος πόλεμος». Μέχρι να γίνουν εκλογές, να αλλάξουν οι ρόλοι, οι πρωταγωνιστές μετερίζια, και δώσ’ του πάλι από την αρχή…
Αυτή η θεωρία μοιάζει λιγάκι με την αντίστοιχη του κ. Μάκη Μπαλαούρα περί «δεδηλωμένης». Να θυμίσουμε ότι την περασμένη Πέμπτη (19.5.2016) ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, ως προεδρεύων της Επιτροπής που συζητούσε το πολυνομοσχέδιο, αποφάσισε να μην κάνει ψηφοφορία επί ενός διαδικαστικού ζητήματος, που είχε ζητήσει η Ν.Δ. διότι υπάρχει η δεδηλωμένη και οι συσχετισμοί των κομμάτων είναι δεδομένοι. Αναρωτηθήκαμε «Μα, αν είναι έτσι, τότε γιατί συζητιούνται τα νομοσχέδια στη Βουλή; Δεν θα μπορούσε ο κ. Μπαλαούρας αυτοπροσώπως να αποφασίζει ότι υπάρχει δεδηλωμένη και να γίνονται νόμοι με ένα νεύμα του;» («Τα απόκρυφα παραρτήματα», 20.5.2016). Με την ίδια λογική, δεν υπάρχει λόγος να συζητείται επί της ουσίας οτιδήποτε στη Βουλή, ούτε να γίνονται προτάσεις. Δεν ξέρουμε καν αν πρέπει να γίνονται ψηφοφορίες, αλλά αν αρκούν οι διαξιφισμοί έτσι ώστε να φθείρεται η κυβέρνηση και κάποια στιγμή να πέσει.
Τις προάλλες ακούσαμε σε ένα βραδινό δελτίο ειδήσεων κάτι έξυπνο, που έδειχνε πόσο συμπαγής είναι η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ: «αν η κυβέρνηση πει στους βουλευτές της πλειοψηφίας ότι τώρα είναι πρωί, Ιανουάριος μήνας, αυτοί θα το ψηφίσουν». Καλό! Αλλά τι πρέπει να κάνουν οι βουλευτές της αντιπολίτευσης αν η κυβέρνηση πει ότι σήμερα είναι Κυριακή 22 Μαΐου; Πρέπει να το καταψηφίσουν;
Είναι βασική δουλειά της αντιπολίτευσης να αντιπολιτεύεται, αλλά βασικότερο είναι να έχει αρχές. Δεν μπορεί να αντιπολιτεύεται η Ν.Δ. από τ’ αριστερά, επειδή η Αριστερά στην Ελλάδα κάνει αποκρατικοποιήσεις. Ούτε μπορεί να καταψηφίζει τον κόφτη δαπανών «επειδή αυτό είναι το τίμημα της αναξιοπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ». Διότι όσο αληθή είναι τα περί αναξιοπιστίας (του ΣΥΡΙΖΑ, πρωτίστως) άλλο τόσο αληθές είναι ότι η χώρα τον χρειάζεται. Οπως ορθώς έγραψε ο κ. Μπάμπης Παπαδημητρίου «το σχεδιασθέν 1,1 δισ. έλλειμμα του 2004 πήγε στα 6,2 δισ. ευρώ. Το 2005 οι βουλευτές ψήφισαν άνοιγμα 3,8 που έκλεισε στα 6,1 δισ. Το 2006, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έθεσε τη χώρα σε αυστηρή επιτήρηση και απέρριψε τα δημοσιονομικά στοιχεία, η κυβέρνηση συμμορφώθηκε, με αποτέλεσμα η απόκλιση να περιοριστεί δραστικά: 3,8 δισ. αντί προϋπολογισθέντος στα 3,6 δισ. ευρώ. Από το 2007 και μετά, η κατάσταση ξέφυγε: 6,6 δισ. αντί 4,2 δισ. ευρώ· το άνοιγμα πέταξε στα 10 δισ. το 2008, αντί των ψηφισμένων 3,5 δισ. ευρώ… Το καταστροφικό 2009 όταν η διαφορά του πρωτογενούς αποτελέσματος μεταξύ προϋπολογισμού και απολογισμού έφτασε στα 17 δισ. ευρώ!» («Οι αριθμοί ζητούσαν “κόφτη” εδώ και χρόνια», «Καθημερινή» 18.5.2016). Με δεδομένο δε το χουβαρνταλίκι των κυβερνώντων, ο κόφτης θα έπρεπε να είναι βασική διεκδίκηση της σώφρονος αντιπολίτευσης, διότι δεν απέχουμε πολύ από τα βράχια.
Είναι κατανοητή η ανάγκη των αντιπολιτευόμενων να αντιπαρατεθούν στην κυβέρνηση, αλλά πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσουν να πατούν στις δύο βάρκες του παρελθόντος: «όχι στο κόψιμο δαπανών» και «όχι στην αύξηση των φόρων». Με τέτοιες τακτικές και θα πέσουν στο νερό, αλλά και συμπαρασύρουν τη χώρα σε αιώνιο κόψιμο δαπανών και ακόμη μεγαλύτερη αύξηση φόρων.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 22.5.2016