Tο λαϊκιστικό «ή εμείς ή αυτοί» δεν απαντά στα σύγχρονα προβλήματα της χώρας.
Την εποχή της εκλογής αρχηγού στη Νέα Δημοκρατία όλοι έψαχναν να βρουν έναν «αντι-Τσίπρα», αλλά ουδείς διευκρίνιζε πώς πρέπει να είναι αυτός. Ο κομματικός στρατός (και οι παρατρεχάμενοι που σιτίζονται από τον κρατικό κορβανά) στην ουσία έψαχνε έναν Τσίπρα, αλλά με «γαλάζια» φανέλα. Ηθελαν κάποιον να παραμυθιάζει τους πολίτες για να συνεχίσουν αυτοί την παλιά τους τέχνη, που είναι η διαχείριση των ωφελημάτων του κράτους. Τελικά η κοινωνία των πολιτών εναντιώθηκε στα σχέδια του κομματικού μηχανισμού και επέλεξε τον πιο «αντι-Τσίπρα» (ήτοι τον πιο φιλελεύθερο) πολιτικό που ήταν διαθέσιμος.
Δεν γνωρίζουμε πώς θα τα καταφέρει ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης στη διαχείριση του κομματικού του στρατού, αλλά είναι πολλοί εκείνοι που τον πιέζουν να κάνει τη Ν.Δ. «αντι-ΣΥΡΙΖΑ», δηλαδή ΣΥΡΙΖΑ με «γαλάζια» φανέλα. Σε δικτυακούς τόπους της λαϊκιστικής δεξιάς διαβάζουμε ότι «αντί η Ν.Δ. να “ανέβει στα κάγκελα”, δεν κάνει τίποτα» (Antinews, 5.3.2016), δηλαδή ότι η Ν.Δ. πρέπει να κάνει την ισοπεδωτική αντιπολίτευση που έκανε ο αντίπαλός της.
Βεβαίως, ο λαϊκισμός (αριστερός και δεξιός) προτείνει πάντοτε μια απλοϊκή λύση στα προβλήματα. Στο άθλιο «ή εμείς ή αυτοί» του ΣΥΡΙΖΑ, η λαϊκιστική δεξιά πονάει για το γεγονός ότι «ο Κυριάκος με τον Τσίπρα… μπορεί να μην είναι φίλοι, αλλά δεν είναι εχθροί». Τυφλωμένοι από το θέλγητρο της εξουσίας, κάποιοι στη Ν.Δ. ξεχνούν ότι στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν εχθροί, αλλά μόνον αντίπαλοι. Οποτε η πολιτική αντιπαλότητα έγινε εχθρότητα την πλήρωσε ο τόπος· πολύ πιο ακριβά απ’ ό,τι την πληρώνει σήμερα.
Αν και είναι δικαιολογημένη η οργή πολλών για τα αντιπολιτευτικά και κυβερνητικά καμώματα του ΣΥΡΙΖΑ, το λαϊκιστικό «ή εμείς ή αυτοί» δεν απαντά στα σύγχρονα προβλήματα της χώρας. Είτε μας αρέσει είτε όχι αυτό, το λαϊκιστικό συνονθύλευμα είναι υπαρκτή δύναμη στην ελληνική κοινωνία –πιθανότατα αντικατοπτρίζει τη σύγχυσή της– και η απάντηση πρέπει να είναι πιο επεξεργασμένη από τα μετωπικά γιούργια που προτείνουν κάποιοι. Eίδαμε και τα χαΐρια αυτού του τύπου της σύγκρουσης κατά το δημοψήφισμα του 2015. Τότε ολόκληρη η έμφρων πολιτική ηγεσία και βαριά ονόματα της ιστορίας τάχθηκαν υπέρ του «Ναι» για να προκύψει 61% «Οχι»· και μάλιστα σε ένα δημοψήφισμα που, αν το «Οχι» δεν γινόταν «Ναι» από τον κ. Αλέξη Τσίπρα, θα μπορούσε να έχει δραματικές συνέπειες για τον τόπο.
Το ερώτημα «τι κάνουμε με τον ΣΥΡΙΖΑ;» είναι παραπλανητικό. Αναδεικνύει το κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς σε πρόβλημα, ενώ είναι απλώς το σύμπτωμα του λαϊκισμού που κυριαρχεί στη χώρα. Στον τελευταίο ουδέποτε αντιπαρατέθηκαν στα σοβαρά η πολιτική και η πνευματική ηγεσία του τόπου, αλλά αντιθέτως με πράξεις ή παραλείψεις τους τον ενίσχυσαν. Η υιοθέτηση της λαϊκιστικής ατζέντας του αντιμνημονίου από τον κ. Αντώνη Σαμαρά την περίοδο 2010-2012 έδωσε αστική νομιμοποίηση στην παραφροσύνη του ΣΥΡΙΖΑ, της Χρυσής Αυγής, κ.λπ.· τα «Ζάππεια» εκπαίδευσαν ένα μεγάλο μέρος του συντηρητικού κόσμου στην ανοησία της παροχολογίας. Δυστυχώς ο λαϊκισμός δεν καταπολεμείται με αντίθετο λαϊκισμό. Τρέφεται από αυτόν. Οσο για την πνευματική ηγεσία, αυτοί θλίβονται αναμεταξύ τους για το πού βαδίζει η χώρα.
Είναι δύσκολη η καταπολέμηση του λαϊκισμού, όχι μόνο γιατί τάζει πολλά, αλλά διότι είναι εύπεπτος. Αντλεί δύναμη από τις απλοϊκές λύσεις –από το «έξω οι ξένοι» μέχρι το «τέλος της λιτότητας με ένα νόμο κι ένα άρθρο»– που προτείνει για έναν όλο και πιο πολύπλοκο κόσμο. Αλλά είναι μια μάχη που και η Ν.Δ. πρέπει να δώσει, και όχι να υποταχθεί σ’ αυτόν.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 27.3.2016