Παρά τα όσα, λοιπόν, διακηρύσσει η κυβέρνηση και αυτή η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού τελείωσε. Μέχρι να σωρευτεί απόθεμα εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα γενικότερα, τίποτε δεν μπορεί να προχωρήσει.
Η προηγούμενη κυβέρνηση είχε μία δικαιολογία: στην πρώτη της τετραετία είχε το δύσκολο έργο ένταξης της χώρας στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ). Χρειαζόταν τα αποθεματικά των ασφαλιστικών Ταμείων (ως «άσπρη τρύπα») για να της βγουν τα κατάλληλα νούμερα, με αποτέλεσμα να μεταθέσει κάθε σκέψη περί αναμόρφωσης του ασφαλιστικού στη δεύτερη τετραετία.
Η νυν κυβέρνηση έχει μια άλλη δικαιολογία: «έμαθε», λένε οι κυβερνητικοί, «από το πάθημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη κι αποφάσισε να μην αυτοκτονήσει ως παρένθεση. Αφησε την πρώτη τετραετία να περάσει κι αποφάσισε να συζητήσει το ασφαλιστικό στη δεύτερη». Μόνο που και αυτή η απόπειρα μεταρρύθμισης θα βυθιστεί όπως και η προηγούμενη. Οι κυβερνήσεις τη δεύτερη τετραετία έχουν μαζέψει πολλή σκουριά για να επιτύχουν μεγάλες αλλαγές σαν αυτές που απαιτούνται για το ασφαλιστικό.
Κακά τα ψέματα, η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού απαιτεί μια μεγάλη συμφωνία. Οι κοινωνικοί εταίροι -αυτοί που τώρα συνομολογούν το αδιέξοδο του συστήματος- θα κληθούν σ’ ένα «πάρε-δώσε» για να επιτευχθεί ένα νέο σημείο ισορροπίας. Αυτή η συμφωνία, όμως, απαιτεί καλούς λογαριασμούς και πριν απ’ όλα εμπιστοσύνη. Οι εργαζόμενοι καλούνται να υποχωρήσουν σε κάποια κεκτημένα για να μη χρεοκοπήσει το σύστημα και τα χάσουν όλα. Αν όμως δεν είναι σχετικά σίγουροι για την εντιμότητα των προθέσεων του συνομιλητή, τότε κλείνονται σαν σκαντζόχοιροι. Αντιδρούν ακόμη και σε μικρές αλλαγές, διότι τις θεωρούν «κερκόπορτες» για τις μεγάλες.
Καλώς ή κακώς και αυτή η κυβέρνηση ξεκινά τη δεύτερη τετραετία με μειωμένη αξιοπιστία. Οπως η κυβέρνηση Σημίτη ξεκινούσε έχοντας στο παθητικό της το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου, έτσι και η κυβέρνηση Καραμανλή ξεκίνησε έχοντας το σκάνδαλο των ομολόγων. Οπως και η προηγούμενη διαβρώθηκε από υπαρκτά ή φανταστικά σκάνδαλα, έτσι κι αυτή μπαίνει στην αρένα των μεταρρυθμίσεων πληγωμένη. Δεν χρειάζεται πολιτική υποκίνηση η αντίθεση στις αλλαγές. Η εμπιστοσύνη του πληθυσμού προς την κυβέρνηση έχει τρωθεί και οι μεταρρυθμίσεις γίνονται όλο και πιο δύσκολα.
Ενα άλλο στοιχείο στο οποίο σπανίως δίνουμε σημασία είναι η γενική αίσθηση που έχει ο πληθυσμός για το μέλλον. Σε περιόδους αισιοδοξίας, οι αλλαγές είναι πιο εύκολες. Ειδικά όσες αφορούν το μέλλον, όπως είναι το ασφαλιστικό.
O δείκτης αισιοδοξίας του πληθυσμού βρίσκεται πάλι στο ναδίρ, όπως ήταν και το 2001. Σε περιόδους γενικευμένης απαισιοδοξίας, όμως, όλοι «γνωρίζουν» ότι το αύριο είναι χειρότερο και γι’ αυτό θέλουν να κρατηθούν με νύχια και δόντια στο σήμερα. Κάθε αλλαγή μοιάζει απειλητική και ο πληθυσμός γίνεται συντηρητικός. Προσπαθεί να κρατήσει τα «πέντε που έχει στο χέρι» παρά να περιμένει τα δέκα. Το αποτέλεσμα είναι να αντιδρά ακόμη και στις σκέψεις περί αλλαγών.
Παρά τα όσα, λοιπόν, διακηρύσσει η κυβέρνηση και αυτή η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού τελείωσε. Μέχρι να σωρευτεί απόθεμα εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα γενικότερα, τίποτε δεν μπορεί να προχωρήσει. Κι αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα του πολιτικού προσωπικού. Να εμπνεύσουν τον ελληνικό λαό για να προχωρήσει.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 18.12.2007