Ακόμη κι αν του χρόνου οι τιμές παραμείνουν απολύτως σταθερές, ο σωρευτικός πληθωρισμός την περίοδο 2021-2022 θα «κλέβει» 15% από το πορτοφόλι μας κάθε χρόνο.
Επανεμφανίστηκε δείχνοντας τα δόντια του το 2021, αλλά τα έμπηξε για τα καλά στις τσέπες μας το 2022. Ο λόγος για τον πληθωρισμό, ένα οικονομικό μέγεθος που είχαμε ξεχάσει επειδή εμείς, της Ευρωζώνης, τον αφήσαμε να κοιμάται σιμά στο 2%. Τώρα τον βλέπουμε παντού· από τα ράφια των σούπερ μάρκετ μέχρι και τα δελτία ειδήσεων σαν κραυγή: «Μεγάλη ακρίβεια, ρε παιδάκι μου!».
Στους παλιότερους είναι γνωστός. Συμβίωσαν μαζί του για δύο δεκαετίες. Ο υψηλότερος ρυθμός αύξησης του «καλαθιού» που λέγεται Δείκτης Τιμών Καταναλωτή ήταν το 1974: 26,9%. Ηταν το αποτέλεσμα της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης, αλλά και της «χρηστής διαχείρισης της οικονομίας» που, κατά κάποιους, έκανε η χούντα. Ο δεύτερος υψηλότερος ήταν το 1980 με 24,9% λόγω της δεύτερης πετρελαϊκής κρίσης και του γεγονότος ότι η χώρα έμπαινε σε προεκλογική περίοδο. Στη δεκαετία των άγονων πειραματισμών με την οικονομία ο πληθωρισμός κυμάνθηκε από το 24,5% το 1981 στο 13,5% το 1988, για να ξανασκαρφαλώσει στο 20,4% το 1990 (Τράπεζα της Ελλάδος, εξέλιξη ετήσιων μεταβολών Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή). Μετά μια περίοδο σχετικής νηνεμίας και αποκλιμάκωσης λόγω ΟΝΕ, ήρθε η κρίση με αρνητικό πληθωρισμό και φέτος ξαναβλέπουμε διψήφια ποσοστά.
Το πρόβλημα είναι παγκόσμιο, αλλά έχει και μερικά ιδιαίτερα και επαναλαμβανόμενα ελληνικά χαρακτηριστικά. Ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΚΤ), που μετράει το ίδιο καλάθι προϊόντων σε όλες τις χώρες του ευρώ, εμφανίστηκε το καλοκαίρι πολύ υψηλότερος του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Στην Ελλάδα η αύξηση ήταν κοντά στο 12% και στην Ευρώπη δεν έφτανε στο 9%. Τον Νοέμβριο η Ελλάδα ήταν στο 9% και ο μ.ό. της Ευρωζώνης στο 10%, κάτι που μπορεί να δείχνει ότι εξανεμίστηκαν όποια πλεονάσματα είχαν οι καταναλωτές μετά τις γενναίες κρατικές COVID επιδοτήσεις.
Ο ΕνΔΚΤ, όμως, μπορεί να συγκρίνει επαρκώς την Ελλάδα με τους άλλους της Ευρωζώνης, αλλά δεν λέει όλη την αλήθεια. Τον περασμένο μήνα ο ελληνικός γενικός δείκτης ήταν στο 9%, αλλά η αύξηση των τιμών στα τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά, που γεμίζουν το καλάθι των πλέον ευάλωτων νοικοκυριών, ήταν στο 14,9%· σχεδόν πέντε μονάδες περισσότερο από το food pass που δίνει η κυβέρνηση στο 80% των νοικοκυριών. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, η απώλεια αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών με μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των 750 ευρώ φτάνει έως και το 40%· το ψωμί αυξήθηκε σε ένα χρόνο σχεδόν 19%, τα γαλακτοκομικά 25% κ.λπ.
Συνεπώς για το 2023 δεν μπορούμε να ευχηθούμε «αγάπη και λιγότερο πληθωρισμό». Ακόμη κι αν του χρόνου οι τιμές παραμείνουν απολύτως σταθερές, ο σωρευτικός πληθωρισμός την περίοδο 2021-2022 θα «κλέβει» 15% από το πορτοφόλι μας κάθε χρόνο, εκτός κι αν δοθούν αυξήσεις της τάξεως του 15%.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 30.12.2022