Ουδείς, ουδέποτε ισχυρίστηκε «ότι οι βουλευτές δεν πρέπει, επ’ ουδενί λόγω, να παρακολουθούνται από τις μυστικές υπηρεσίες», όπως έγραψε ο φίλος Χαρίδημος Τσούκας («Καθημερινή» 13.12.2022). Χαριτολογώντας θα λέγαμε ότι, ειδικώς για θέματα διαφθοράς, οι πολιτικοί είναι οι πρώτοι που πρέπει να παρακολουθούνται. Πρωτίστως με μηχανισμούς ελέγχων και ισορροπιών και, αν υπάρχουν στοιχεία, με επισυνδέσεις.
Η παρεξήγηση μάλλον ξεκίνησε από τον κ. Ευάγγελο Βενιζέλο ο οποίος πρώτος έθεσε το θέμα, αμέσως μετά την αποκάλυψη της νόμιμης επισύνδεσης του κ. Νίκου Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ και τη συνακόλουθη δήλωση του πρωθυπουργού. Μίλησε (με νομική και συνεπώς στρυφνή γλώσσα) για τις «πρόσθετες εγγυήσεις» που πρέπει να υπάρχουν όταν αποφασίζεται η παρακολούθηση κάποιου εκλεγμένου: «Το βουλευτικό απόρρητο του άρθρου 61 παρ. 3 ως ειδικότερη διάταξη θέτει, απευθείας εκ του Συντάγματος, πρόσθετα ειδικότερα όρια στις κάμψεις του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου που προβλέπονται στο άρθρο 19 παρ. 1. Τα άρθρα 8 της ΕΣΔΑ και 7 του ΧΘΔ της Ε.Ε. ενισχύουν και δεν απομειώνουν τις εγγυήσεις» (8.8.2022)· όπου ΕΣΔΑ, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ΧΘΔ ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
Είναι σαφές (μετά την… αποκρυπτογράφηση) ότι ο κ. Βενιζέλος λέει ότι για την παραβίαση του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών οποιουδήποτε πολίτη απαιτούνται εγγυήσεις δικαίου (Σύνταγμα άρθρο 19 παρ. 1). Ειδικώς για τους εκλεγμένους πολιτικούς απαιτούνται πρόσθετες εγγυήσεις (ΕΣΔΑ, ΧΘΔ), σαν αυτές που είδαμε στο Βέλγιο. Εκεί, για τη νόμιμη έρευνα στο σπίτι του ευρωβουλευτή Μαρκ Ταραμπέλα, δεν άρκεσε το ένταλμα του εισαγγελέα. Επρεπε κατά το βελγικό σύνταγμα να επιβλέπει η πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου.
Αυτό, μπορεί να θεωρηθεί και ίσως να είναι ένα «προνόμιο» των εκλεγμένων. Αλλά είναι πολύ αναγκαίο αν σκεφτούμε τη μακρά ιστορία των πολιτικών διώξεων στην Ευρώπη. Εκτός των άλλων είναι και λογικό, διότι για κάθε ενοχοποιητικό στοιχείο που θα βρισκόταν στο σπίτι π.χ. ενός αντιπολιτευόμενου, ο τελευταίος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι το «φύτεψε» η «κυβερνητική αστυνομία» και έτσι να ξεκινήσει ένα αχρείαστο πολιτικό πατιρντί. Η παρουσία και ο έλεγχος της προέδρου του Κοινοβουλίου ελαχιστοποιεί και αυτήν την πιθανότητα.
Ας μην ξεχνάμε ότι πρόσθετες εγγυήσεις εισάγει –και πολύ ορθώς– ο νόμος που προσφάτως ψήφισε η κυβέρνηση για τις υποκλοπές. Για νόμιμη επισύνδεση πρέπει να δώσει το «πράσινο φως» ο πρόεδρος της Βουλής.
Σε αυτό όμως που εστίασε ο κ. Βενιζέλος με τη δήλωσή του είναι το ακανθώδες ζήτημα των «εθνικών λόγων». Γι’ αυτό πρέπει να συνεχίσουμε αύριο…
Η επίκληση του έθνους
Την ημέρα που αποκαλύφθηκε η επισύνδεση της ΕΥΠ στο τηλέφωνο του κ. Νίκου Ανδρουλάκη, ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος δήλωσε πως «η θέση του πρωθυπουργού ότι “η παρακολούθηση ήταν τυπικά νόμιμη αλλά πολιτικά εσφαλμένη” είναι μεγάλων διαστάσεων σφάλμα» (8.8.2022). Εστίασε την κριτική του στο ακανθώδες ζήτημα των «εθνικών λόγων». Εθεσε το ρητορικό ερώτημα, «μπορούν άραγε να παρακολουθούνται πολιτικά πρόσωπα, βουλευτές και αρχηγοί κομμάτων για λόγους “εθνικής ασφάλειας” εάν το σταθμίσει ο εκάστοτε πρωθυπουργός και το εγκρίνει ένας εισαγγελέας Εφετών;». Η απάντησή ήταν «όχι βέβαια».
Ο κ. Βενιζέλος δεν επεκτάθηκε. Ολοι οι νομομαθείς θεωρούν τις αρχές δικαίου μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας αυτονόητες. Ελα όμως που δεν είναι. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, όποτε γίνει επίκληση του εθνικού, όλοι στέκονται προσοχή και το μυαλό παγώνει. Είναι πράγματι «εθνικό» αυτό που επικαλείται κάποιος; Από πού προκύπτει αυτό; Μήπως με την επίκληση του έθνους εξυπηρετούνται άλλα συμφέροντα; Μην ξεχνάμε πως όλες οι μίζες στα εξοπλιστικά σε κάποιες «εθνικές» –κατά δήλωση των κυβερνήσεων– ανάγκες πάτησαν. Μήπως το πραγματικά εθνικό συμφέρον εξυπηρετείται με κάποιον άλλον ή και αντίθετο τρόπο; Πώς ορίζεται το εθνικόν, ειδικώς όταν κάποιοι το χρησιμοποιούν για να αναιρέσουν θεμελιώδη πολιτικά δικαιώματα;
Θα αναφέρουμε ένα από τα πολλά παραδείγματα επαναπροσδιορισμού του εθνικού συμφέροντος. Μέχρι το 1970 η Δυτική Γερμανία ακολουθούσε την τακτική των μηδενικών σχέσεων με την αδελφή της (Ανατολική) «Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας» (ΛΔΓ). Είχε φθάσει σε σημείο να διακόπτει διπλωματικές σχέσεις με χώρες που αναγνώρισαν την Ανατολική Γερμανία. Ειρωνεία που δείχνει πόσο ρευστό είναι το αποκαλούμενο «εθνικό συμφέρον». Ενώ η Δυτική Γερμανία «έκοψε την καλημέρα» με την Αίγυπτο, για τον λόγο που προαναφέραμε, διατηρούσε διπλωματικές σχέσεις με την ΕΣΣΔ, τη χώρα δηλαδή που διαίρεσε τη Γερμανία και διατηρούσε στρατό στα εδάφη της. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 ο τότε δήμαρχος του Βερολίνου Βίλι Μπραντ διακήρυσσε ότι το δόγμα των μηδενικών σχέσεων «δεν συνέβαλε στην υπονόμευση του κομμουνιστικού καθεστώτος, αλλά ούτε και βελτίωσε την κατάσταση των Γερμανών στη ΛΔΓ». Γι’ αυτό όταν έγινε καγκελάριος το 1970 το ανέτρεψε διά της «Οστπολιτίκ».
Κατά τα ελληνικά ειωθότα, η αντίστοιχη εισαγγελέας της δυτικογερμανικής ΕΥΠ έπρεπε να θέσει υπό στενή παρακολούθηση τον Βίλι Μπραντ. Οχι γιατί ήταν «συμπαθών του παραπετάσματος», αλλά διότι «πουλούσε την πατρίδα του». Η ΛΔΓ διακινούσε την παλαβή θεωρία πως η σοσιαλιστική οικονομική βάση δημιουργεί ένα… διαφορετικό γερμανικό έθνος.