Η κριτική των δικαστικών αποφάσεων δεν είναι απλώς θεμιτή. Είναι επιβεβλημένη. Oπως έγραφε ο αείμνηστος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Σταύρος Τσακυράκης, «η δικαστική εξουσία πρέπει να ανέχεται την οξύτερη κριτική, γιατί είναι η μόνη που δεν ελέγχεται από κανέναν (…). Το μόνο σοβαρό αντίβαρο στη μεγάλη εξουσία των δικαστών είναι η δημόσια κριτική του έργου τους». Να σημειώσουμε ότι αυτή την επιβεβλημένη κριτική βλέπουμε στους δρόμους των ΗΠΑ, όπου διάφορες γυναίκες επικρίνουν (χωρίς πολλές ευγένειες) την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικώς με τις αμβλώσεις.
«Η κριτική πρέπει να είναι ελεύθερη, αλλά είναι και δύσκολη. Oχι μόνο γιατί οι δικαστικές αποφάσεις βγαίνουν ύστερα από πολλές ώρες δίκης, χιλιάδες σελίδες καταθέσεων και στοιχείων, αλλά διότι πρέπει να εξισορροπηθούν δύο ανάγκες. Ο κολασμός των ενόχων, που ελπίζουμε ότι θα γίνει σωφρονισμός και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. Εκεί αρχίζουμε να τα μπερδεύουμε…
Το κοινό περί δικαίου αίσθημα θέλει έγκλημα και τιμωρία, χωρίς τίποτε στο ενδιάμεσο. Εξ ου και η αγανάκτηση κάθε φορά που δεν αποφασίζεται η προφυλάκιση κάποιου, ο οποίος εξωδίκως έχει κηρυχθεί ένοχος. Η προφυλάκιση θεωρείται προκαταβολή ποινής και έχουμε λαμβάνειν μετά τη δίκη. Ομως, “η προσωρινή κράτηση” είναι ένα έκτακτο μέτρο που έρχεται σε αντίθεση με τη θεμελιώδη αρχή της έννομης τάξης, ότι κανείς δεν μπορεί να στερηθεί της ελευθερίας του παρά μόνο έπειτα από ποινή που του έχει επιβληθεί από αρμόδιο δικαστήριο. Η νομοθεσία μας προβλέπει παρέκκλιση από αυτή τη θεμελιώδη αρχή αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου και αν αυτός έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Επιπλέον ο νόμος διευκρινίζει ότι μόνο η βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την επιβολή προσωρινής κράτησης» (Σταύρος Τσακυράκης. «Δικαστικές αγριότητες», Ελευθεροτυπία 4.6.2009).
Η αναστολή εκτέλεσης της 12ετούς κάθειρξης του κ. Δημήτρη Λιγνάδη προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών. Αφέθηκε ελεύθερος μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεσή του. Δεν γνωρίζουμε το σκεπτικό της απόφασης. Πιθανώς να είναι λάθος. Ομως, κριτική δεν γίνεται με βάση τις πρόνοιες του νόμου, ο οποίος –σημειωτέον– δεν είναι του Παρασκευόπουλου, αλλά του Ποινικού Κώδικα που προϋπήρχε των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Γίνεται διότι «απελευθερώνεται ένας βιαστής» κατά τη λαϊκή τελεσιδικία. Δεν ρωτάει κανείς γιατί παραβιάστηκε αυτό το δικαίωμα (εκατοντάδων; χιλιάδων; δεν ξέρουμε διότι δεν μας απασχολεί) κατηγορουμένων προ Λιγνάδη, αλλά γιατί εφαρμόστηκε στην περίπτωση του σκηνοθέτη.
Το «κρεμάστε τους ψηλά» είναι μια άλλου τύπου τοξικότητα που διατρέχει οριζοντίως την ελληνική κοινωνία. Λέμε οριζοντίως γιατί στη Δεξιά υπάρχει η φαντασίωση ότι οι ανερμάτιστες αυστηροποιήσεις σκοτώνουν την παραβατικότητα. Ενισχύεται όμως και από την Αριστερά για μικροπολιτικούς λόγους. Κι αυτό δεν θα το πληρώσει ο κ. Λιγνάδης, αλλά χιλιάδες φουκαράδες που έπονται.