Oταν εξαρθρώθηκε η «17 Νοέμβρη» όλοι οι αναγνώστες των σχοινοτενών φληναφημάτων τους έπεσαν (κατά την προσφιλή έκφραση των καναλιών) από τα σύννεφα. Η «Επαναστατική Οργάνωση» δεν ήταν κάποιοι σκοτεινοί διανοούμενοι ούτε είχαν την όψη του Τσε. Επί της ουσίας, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια μικροαστική μάζωξη, που μπορούσε να συναντήσει κάποιος σε κάθε κουτούκι της Μεταπολίτευσης. Ο ένας παπαδοπαίδι, ο άλλος εμφανιζόταν να παίζει μπαγλαμά σε βιντεοκλίπ κ.λπ. Η «Ε.Ο. 17Ν» είχε κάτι πολύ ελληνικό: παχιές κουβέντες για το προτσές της Ιστορίας και μικροαστισμός. Στο μόνο που, δυστυχώς, διέφερε ήταν το αίμα. Πολύ αίμα: 27 πισώπλατα δολοφονημένοι συμπολίτες μας.
Πιο εντυπωσιακή ήταν η περίπτωση του κ. Δημήτρη Κουφοντίνα. Δεν ήταν μόνο η μικροαστική ροζ-καφετιά μεζονέτα στον Βαρνάβα, όπου διέμενε. Τις μέρες της σύλληψής του αποκαλύφθηκε και το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν μελισσοκόμος και το οίκημα είχε τα τυπικά νεοελληνικά χαρακτηριστικά: σπίτι πάνω, μαγαζί κάτω. «Το ζευγάρι διέθετε μια τέτοια ολοκληρωμένη μονάδα (μηχανή για την «αποστράγγιση» του μελιού, μονάδα τυποποίησης κ.λπ.) στον επάνω όροφο του σπιτιού» («Καθημερινή», 17.7.2002). Στο ίδιο ρεπορτάζ διαβάζουμε ότι η επιχείρηση ήταν στο όνομα της συζύγου του και, ως μικρομεσαίος επιχειρηματίας, είχε αιτηθεί και είχε πάρει κοινοτικές επιδοτήσεις. «Βολή και επανάσταση» θα έλεγε κάποιος ή, καλύτερα, «στην Ελλάδα ζεις, τι άλλο θα μπορούσες να περιμένεις;».
Είκοσι χρόνια μετά, ο αποκαλούμενος από τους συντρόφους του «φαρμακοχέρης» μετέρχεται το έσχατο μέσο διαμαρτυρίας. Κάνει απεργία πείνας. Από μια άποψη, είναι λογικό να χρησιμοποιεί τις έσχατες μεθόδους διαμαρτυρίας, εάν σκεφθούμε ότι επέβαλε την εσχάτη των ποινών δίχως δίκη. Oμως δεν απεργεί διότι παραβιάζονται θεμελιώδη δικαιώματά του. Δεν ευτελίζεται, δεν βασανίζεται. Απλώς εκτίει την ποινή του, για 13 δολοφονίες, παίρνοντας μάλιστα και αρκετές άδειες, σε αντίθεση με τον άλλο πρωταγωνιστή της υπόθεσης κ. Αλέξανδρο Γιωτόπουλο, τον οποίο δεν είδαμε ποτέ έξω.
Δεν παραβιάζεται καν η ελευθερία λόγου του. Προ μερικών ετών έγραψε ένα βιβλίο, που παρουσιάστηκε δόξη και τιμή μέσα στη Νομική. Απειλεί να αυτοκτονήσει διότι, όπως λένε οι υποστηρικτές του, η πολιτεία δεν εφαρμόζει τον νόμο που η ίδια ψήφισε. Κανονικά, λέει, ότι έπρεπε να πάει στον Κορυδαλλό και όχι στον Δομοκό. Ακόμη και αν αυτό ήταν νομικώς ορθό, μοιάζει παράδοξο το γεγονός ότι ένας άνθρωπος που έχυσε τόσο αίμα στο όνομα της επανάστασης, να καίγεται τόσο πολύ για την εφαρμογή της αποκαλούμενης «αστικής νομοθεσίας». Κατά δεύτερον, αν νοιάζεται, όπως λένε, για την ορθή εφαρμογή του νόμου, εξάντλησε τα ένδικα μέσα πριν φτάσει στις εσχατιές της διαμαρτυρίας;
Τρίτο και γενικότερο: Αυτή η Αριστερά, αυτός ο «αναρχοαυτόνομος» –όπως θέλει να λέγεται– χώρος ξεφτίλισε κάθε έννοια αγώνα. Δεν αναφερόμαστε μόνο στους «επαναστάτες» που θέλουν να τα σπάνε, αλλά όταν συλληφθούν κλαψουρίζουν ότι «ποινικοποιούνται οι αγώνες» τους. Αλλά μια απεργία πείνας με αίτημα τη μεταφορά από τον Δομοκό στην Αθήνα (238 χλμ. συν 12,5 ευρώ για διόδια) ευτελίζει αντίστοιχες ενέργειες διαμαρτυρίας και του παρελθόντος και του μέλλοντος. Αλλά όπως θα έλεγε και κάποιος, «στην Ελλάδα ζεις, τι άλλο θα μπορούσες να περιμένεις;».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 28.2.2021