Ακόμη και αν υπάρχουν κοιτάσματα που κάποιοι φαντάζονται κι αν στο Αιγαίο οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα κατά τον πλέον δίκαιο για τα ελληνικά συμφέροντα τρόπο, είμαστε σίγουροι ότι θέλουμε αντλίες απέναντι από τη Σαντορίνη;
Είναι πολλές οι αντιφάσεις στην ελληνική εξωτερική πολιτική, όπως αυτή διαμορφώθηκε «μες σε καπνούς και σε βρισιές» τα προηγούμενα σαράντα χρόνια. Σημειώναμε την αντίφαση να μιλάει το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών για τουρκικές έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, την ίδια στιγμή που διακηρύσσει σε όλο τον κόσμο, ότι έχουμε μία μόνο διαφορά με την Τουρκία κι αυτή είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας («Τα παράδοξα του Καστελλόριζου», «Καθημερινή» 26.7.2020).
Ακόμη πιο παράδοξο είναι να μιλούν κάποιοι για «απόπειρα συνεκμετάλλευσης του δικού μας υποθαλάσσιου πλούτου», κι αυτό όχι μόνο διότι δεν έχει οριοθετηθεί υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, αλλά διότι:
1. Δεν ξέρουμε αν υπάρχει υποθαλάσσιος πλούτος να εκμεταλλευτούμε ή να συνεκμεταλλευτούμε. Μετά την ηρωική επιστράτευση του 1987, Ελλάδα και Τουρκία συμφώνησαν να μην κάνουν έρευνες ούτε εντός των χωρικών τους υδάτων.
2. Ακόμη κι αν υπάρχουν κοιτάσματα στο Αιγαίο, αυτά δεν οριοθετούνται από σύνορα ή οποιαδήποτε συμφωνία γειτονικών κρατών και το Αιγαίο είναι πολύ μικρός χώρος για να υπάρχει άλλος «τοπικός» υποθαλάσσιος πλούτος π.χ. στη Χίο και άλλος στη Σμύρνη. Οπως έγραφε στην «Καθημερινή» ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Ενέργειας Κ. Ν. Σταμπολής, «το Ιράν μοιράζεται 28 κοιτάσματα με άλλες χώρες της περιοχής, Ιράκ, Κουβέιτ, Εμιράτα, Σαουδική Αραβία. (…) Στη Βόρειο Θάλασσα ένα από τα μεγαλύτερα παραγωγικά κοιτάσματα ακουμπάει στην οριοθέτηση μεταξύ του νορβηγικού και του βρετανικού τομέα. Εδώ η Νορβηγία ελέγχει το 85,47% της παραγωγής και η Βρετανία το υπόλοιπο». Να σημειώσουμε ότι η απόσταση Βρετανίας – Νορβηγίας είναι 900 χλμ. και όχι 5 ή 6 που απέχουν οι τουρκικές ακτές από τα ελληνικά νησιά.
Υπάρχει όμως και μια τρίτη θεμελιώδης αντίφαση, που δεν αφορά μόνο την εξωτερική πολιτική, αλλά τον στρατηγικό προσανατολισμό της χώρας. Πρέπει να αποφασίσουμε αν θέλουμε να γίνουμε το Μαϊάμι ή έστω η Καλιφόρνια της Ευρώπης, ή το Αμπου Ντάμπι της. Δηλαδή, ακόμη και αν υπάρχουν τα κοιτάσματα που κάποιοι φαντάζονται, ακόμη κι αν στο Αιγαίο οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα κατά τον πλέον δίκαιο για τα ελληνικά συμφέροντα τρόπο, είμαστε σίγουροι ότι θέλουμε να δούμε αντλίες πετρελαίου απέναντι από τη Σαντορίνη;
Χρόνια τώρα διαφημίζουμε και πουλάμε το μοναδικό αιγαιοπελαγίτικο τοπίο, που προ κορωνοϊού έφερνε το μεγαλύτερο μέρος των 18 δισ. ετησίως· μόνο από τον τουρισμό χωρίς να υπολογίζουμε τα οφέλη στην εθνική οικονομία που θα έχει ένα εκτεταμένο πρόγραμμα πώλησης σπιτιών σε πλούσιους συνταξιούχους, ή και κυρίως ψηφιακούς νομάδες που εργάζονται σε μεγάλες επιχειρήσεις από όλα τα μέρη της γης. Οι πλατφόρμες άντλησης υδρογονανθράκων δεν φέρνουν μόνο αισθητική όχληση, κάτι που κάποιος μπορεί να ισχυριστεί και για τις ανεμογεννήτριες. Μεγιστοποιούν τον κίνδυνο βρώμικων ατυχημάτων και η Μύκονος ή άλλες μηχανές παραγωγή εθνικού πλούτου θα αδρανοποιηθούν επί μακρόν αν ο μη γένοιτο… Το Αιγαίο δεν είναι η ανοιχτή θάλασσα, όπου υπάρχουν πιθανότητες να περιοριστεί η ρύπανση. Τα νησιά μας είναι το ένα δίπλα στο άλλο.
Βεβαίως, όπως έγραψε και ο Στάνισλαβ Λεμ, «στη ζωή δεν υπάρχουν λύσεις, υπάρχουν επιλογές». Μπορεί να συμφέρει να γίνουμε Αμπου Ντάμπι (αν υπάρχουν κοιτάσματα και αν, και αν…), αντί Φλόριντα. Και τα δύο αποκλείεται. Γι’ αυτό, πριν αρχίσουμε να ανησυχούμε για τη «συνεκμετάλλευση», πρέπει πρώτα να αναρωτηθούμε αν μας συμφέρει η εκμετάλλευση.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 23.8.2020