Ο συντελεστής επιβάρυνσης από φόρους και εισφορές για εισοδήματα 60.000-100.000 ευρώ από εργασία φτάνει το 67%!
Η χειρότερη θεσμισμένη αδικία εις βάρος της εργασίας και υπέρ (κάθε μορφής) κεφαλαίου βρίσκεται στη φορολογία τους. Πέρα από τις ασφαλιστικές εισφορές που πάνε σε ένα δαιδαλώδες σύστημα –το οποίο ευφημίζεται ως ασφαλιστικό και ουδείς γνωρίζει τι πληρώνει και τι δικαιούται– το κράτος τιμωρεί και διά της φορολογίας όσους εργάζονται. Οι συντελεστές επιβάρυνσης των εισοδημάτων από εργασία είναι πολλαπλάσιοι (φτάνουν μέχρι 45%), από εκείνους που επιβαρύνουν εισοδήματα από άλλες πηγές. Για να το κάνουμε λιανά: ένας που βγάζει 100.000 ευρώ ετησίως από την εργασία του, θα δώσει μόνο στην εφορία, πάνω από το 1/3, δηλαδή περί τις 38.000 ευρώ. Κάποιος που κάθεται και εισπράττει ετησίως το ίδιο ποσό από τόκους ή μερίσματα θα πληρώσει 15.000 ευρώ. Για εισοδήματα από ενοίκια, ισχύει ένα κλιμακωτό σύστημα με αποτέλεσμα να υπερφορολογείται η ακίνητη περιουσία.
Αυτός ο τρόπος φορολόγησης αντίκειται σε κάθε σοσιαλιστική λογική, στην οποία ομνύουν δεξιές και αριστερές κυβερνήσεις. Αντίκειται όμως και σε κάθε καπιταλιστική λογική, διότι τα κέρδη των επιχειρήσεων που δεν θα γίνουν γλέντια, βίλες και ακριβά αυτοκίνητα, αυτά δηλαδή που θα παραμείνουν στην παραγωγή, φορολογούνται με υψηλότερο συντελεστή από τα διανεμόμενα. Τα κέρδη των επιχειρήσεων –είτε διανεμηθούν είτε όχι– φορολογούνται με 24% και ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή θα γίνει 20%. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι τα νομικά πρόσωπα, όπως είναι οι επιχειρήσεις, επιβαρύνουν πολύ λιγότερο το κράτος από ό,τι τα φυσικά πρόσωπα.
Μια επιχείρηση π.χ. χρησιμοποιεί τα δικαστήρια για να επιλύσει διαφορές, αλλά δεν επιβαρύνει το Εθνικό Σύστημα Υγείας· χρειάζεται αστυνομία να προστατεύει τα γραφεία της, αλλά δεν βγαίνει στη σύνταξη για να καρπωθεί τις επιχορηγήσεις που δίνει το κράτος στα ασφαλιστικά ταμεία.
Θα περίμενε κανείς ότι αυτή η τρανταχτή αδικία εις βάρος της εργασίας θα ήταν σημαία της Αριστεράς και της Προόδου, για να αποδείξει –αν μη τι άλλο– ότι ζούμε σε μια «κακούργα (βλέπε νεοφιλελεύθερη) κενωνία». Κι όμως! Ηρθε η ελπίδα κι έφυγε και προκοπή δεν είδαμε· ούτε καν προς αυτήν την κατεύθυνση. Το μόνο που έκανε η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήταν να ενισχύσει τον παραλογισμό. Αύξησε τη φορολογία των κερδών των επιχειρήσεων (διανεμόμενα κι αδιανέμητα) στο 29%, δημιουργώντας στην ουσία αντικίνητρα για παραγωγικές επενδύσεις. Αυτό μάλλον δείχνει την τρικυμία εν κρανίω της υπάρχουσας Αριστεράς· δεν θέλει δικαιότερη διανομή του παραγωγικού αποτελέσματος, τιμωρεί εν γένει την παραγωγή.
Ευτυχώς όμως υπάρχουν οι (κατά την «προοδευτική» ορολογία) «νεοφιλελεύθεροι» της Επιτροπής Πισσαρίδη, οι οποίοι κατ’ αρχάς επισημαίνουν ότι «η βάση στη φορολογία εισοδήματος παραμένει περιορισμένη, επικεντρωμένη στη μισθωτή εργασία (…) Η υπέρμετρη επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας από φόρους και εισφορές, ειδικά στη μεσαία εισοδηματική κλίμακα, έχει αρνητικές συνέπειες στην ανταγωνιστικότητα, την παραμονή εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού στη χώρα και τα κίνητρα για επίσημη εργασία». Προτείνουν δε «κατά το δυνατό εξομοίωση και ενιαία φορολογική μεταχείριση των εισοδημάτων από διαφορετικές πηγές ώστε να μην καταστρατηγείται και η έννοια της προοδευτικότητας της φορολογικής κλίμακας».
Να σημειώσουμε εδώ ότι, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, ο συντελεστής επιβάρυνσης από φόρους και εισφορές για εισοδήματα 60.000-100.000 ευρώ από εργασία φτάνει το 67%!
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 9.8.2020