Η πιο γλυκερή τακτική της στασιμότητας είναι ο λυρισμός: τα πουλάκια που κελαηδούν, η φύση που οργιάζει, οι κορμοράνοι του Βοτανικού που χάνονται, «η κιμωλία και ο πίνακας… [οι οποίοι] ακόμη κι αν –ή επειδή– είναι κακής ποιότητας και λερώνουν» είναι απαραίτητα συστατικά της Παιδείας, ενώ «προτζέκτορες, επιδιασκόπια και λοιπά υποκατάστατα αποστειρώνουν τη διδακτική σχέση. Την εξαϋλώνουν, τείνοντας τελικά να την καταργήσουν».
Κάποια εποχή τα πάντα ήταν «ιδιωτική ζωή». Ακόμη και η δημόσια παρουσία κάποιου, π.χ. σε μια πλατεία, λογιζόταν ως προσωπικό δεδομένο, που δεν έπρεπε να φωτογραφηθεί ή να καταγραφεί από κάμερες. Το ξεχείλωμα μέχρις εσχάτων μιας φιλελεύθερης κατάκτησης επί της ουσίας την υπονόμευσε. Η απουσία καμερών από δημόσιους χώρους (και η λέξη «δημόσιους» υπογραμμισμένη) ήταν η χαρά του μπαχαλάκια. Καθένας μπορούσε να ρημάζει π.χ. την οδό Σταδίου, σίγουρος ότι δεν θα καταγραφεί και ως εκ τούτου ελαχιστοποιεί τις πιθανότητες να συλληφθεί. Αυτή η αντίληψη κυριαρχεί ακόμη, αλλά η ζωή και η τεχνολογία την ακύρωσαν στην πράξη. Σχεδόν όλα τα μαγαζιά έχουν κάμερες –δυστυχώς δεν είχαν στη Μαρφίν– και ο ορδές των βανδάλων δεν νιώθουν πλέον και τόσο ασφαλείς για να κάνουν τα δικά τους.
Η άρνηση των νέων (συνήθως τεχνολογικών) προκλήσεων είναι το πρώτο σκέλος της τακτικής που ακολουθούν οι οπαδοί της στασιμότητας. Αντί να σταθμίσουν τα υπέρ και τα κατά, έτσι ώστε να μεγιστοποιήσουν τα πρώτα και να ελαχιστοποιήσουν τα δεύτερα, επιχειρούν νομοθετικώς να σταματήσουν την εξέλιξη. Στην προσπάθειά τους αυτή βρίσκουν συμμάχους, τους «χρήσιμους φιλελεύθερους» οι οποίοι, τρομαγμένοι από τις πιθανές συνέπειες της αλλαγής, συναινούν στην άρνηση. Ετσι, αντί να δημιουργηθούν οι νομοθετικές δικλίδες ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι (πάντα υπαρκτοί) κίνδυνοι κάποιας αλλαγής, προκρίνεται η στασιμότητα. Στη συζήτηση π.χ. για τη βιντεοσκόπηση και μετάδοση των μαθημάτων, προς όφελος των παιδιών που πρέπει να μένουν σπίτι, οι συνδικαλιστικές ομοσπονδίες των διδασκόντων έφεραν το επιχείρημα ότι το μάθημα δεν μπορεί να γίνεται σε δημόσια θέα.
Συζητήσιμο, αλλά –ακόμη κι αν είχαν δίκιο– το αίτημά τους δεν είναι να δοθούν κωδικοί παρακολούθησης μόνο στους μαθητές, ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο «κίνδυνος» των δημοσίων μαθημάτων. Το αίτημά τους είναι να μη μαγνητοσκοπείται η «ιδιωτική στιγμή» του δασκάλου στο δημόσιο σχολείο, ανεξαρτήτως αν πολλά παιδιά λόγω της πανδημίας δεν μπορούν να παρακολουθήσουν το μάθημα.
Η δεύτερη τακτική της στασιμότητας είναι η άσκηση πιθανών κινδύνων, το γνωστό «τι θα γίνει, αν…;». Αυτή η τακτική μεγαλούργησε στο θέμα του ακαδημαϊκού ασύλου, για το οποίο ακούσαμε κατά κόρον «τι θα γίνει, αν επιβληθεί δικτατορία…». Ετσι, ένα ακραίο ενδεχόμενο του μέλλοντος, διαιώνισε ένα πρόβλημα του παρόντος· λες και αν υπάρξει εκτροπή οι δικτάτορες θα καταργήσουν όλα τα δικαιώματα και θα διατηρήσουν ελεύθερη τη διδασκαλία. Κατά τον ίδιο τρόπο οι συνδικαλιστές της ΟΛΜΕ «ανησυχούν»: Ακόμη και αν υπάρχουν κωδικοί μόνο για μαθητές, τι θα γίνει αν κάποιος μαθητής καταγράψει μια αμήχανη στιγμή και την κάνει viral στο Διαδίκτυο. «Πώς θα προστατεύσουμε από μία πιθανή διαπόμπευση –και με μαγνητοσκόπηση μάλιστα– τους μαθητές που μέσα σε μία ζωντανή τάξη μπορεί κάποια στιγμή να λειτουργήσουν με τρόπο που μπορεί να γελοιοποιηθεί, να γίνει αντικείμενο σαρκασμού και ευτελισμού;», αναρωτιέται η Προοδευτική Ενότητα Καθηγητών σε κείμενο με τίτλο «Ζωντανή “εκτέλεση” της διδακτικής πράξης» (8.5.2020). Από την άλλη, βεβαίως, πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος των τροχαίων και είναι πολύ πιο σοβαρό να χάνει ένας μαθητής τη ζωή του από το να γίνει viral. Αρα, ούτε στο σχολείο πρέπει να πηγαίνει κανείς, διότι «τι θα γίνει, αν ένας οδηγός χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου του;…».
Η τρίτη και πιο γλυκερή τακτική της στασιμότητας είναι ο λυρισμός: τα πουλάκια που κελαηδούν, η φύση που οργιάζει, οι κορμοράνοι του Βοτανικού που χάνονται, «η κιμωλία και ο πίνακας… [οι οποίοι] ακόμη κι αν –ή επειδή– είναι κακής ποιότητας και λερώνουν» είναι απαραίτητα συστατικά της Παιδείας, ενώ «προτζέκτορες, επιδιασκόπια και λοιπά υποκατάστατα αποστειρώνουν τη διδακτική σχέση. Την εξαϋλώνουν, τείνοντας τελικά να την καταργήσουν» (Αριστείδης Μπαλτάς «Η διδακτική σχέση», «Αυγή» 6.4.2014).
Αυτή η «διδακτική σχέση» παρουσιάζεται από τη ΔΟΕ και την ΟΛΜΕ σαν άχραντο μυστήριο, που δεν πρέπει να μολυνθεί από μάτια τρίτων (ούτε καν των γονέων που στέλνουν τα παιδιά τους να την αναπτύξουν) και η σχολική τάξη εμφανίζεται σαν το ιερό των ναών, στο οποίο ως γνωστόν οι πιστοί δεν μπορούν να μπουν. «Το σχολείο είναι η ζωή μας. Και η τάξη μάς κρατά ζωντανούς, εκπαιδευτικούς και μαθητές. Είμαστε δρώσες παρουσίες που αλληλεπιδρούν, που σχετίζονται. Οχι ομιλούσες εικόνες…», γράφει ο ειδικός γραμματέας της ΟΛΜΕ κ. Ανδρέας Παπαδαντωνάκης («Τα Νέα» 13.5.2020).
Βεβαίως και ο Σωκράτης είχε τις αντιρρήσεις του για την τέχνη της γραφής που «έχει το φοβερό χαρακτηριστικό (…) τα δημιουργήματά της στέκονται μπροστά μας σα να είναι ζωντανά, όμως άμα τα ρωτήσεις κάτι σιωπούν με σοβαρότητα (…) κάθε λόγος, από τη στιγμή που γραφτεί κυλάει παντού με τον ίδιο τρόπο και σε εκείνους που τον γνωρίζουν καλά και σε εκείνους που δεν έχουν καθόλου σχέση με το περιεχόμενό του, και δεν ξέρει μόνος του σε ποιους πρέπει να απευθύνεται ή όχι…» («Φαίδρος»). Ομως, από τότε έχουν περάσει 2.500 χρόνια και το χειρότερο, ούτε καν ο Σωκράτης γλίτωσε από τη γραφή, αφού ο Πλάτων απαθανάτισε τους διαλόγους του· ευτυχώς, διότι με τη σκέψη του Σωκράτη όλοι γίναμε πλουσιότεροι.
Η μαγνητοσκόπηση και διαδικτυακή μετάδοση των μαθημάτων τρομάζει τους συνδικαλιστές της εκπαίδευσης επειδή εκ των πραγμάτων θα προκύψει αξιολόγηση. Δεν θα αποκαλυφθούν τα άχραντα μυστήρια της «διδακτικής σχέσης», αλλά μόνο οι ανεπαρκείς καθηγητές. Οσο για την Αριστερά, που συνοδοιπορεί σε κάθε προσπάθεια στασιμότητας, το γράψαμε και παλιότερα: «Μετά τη δεκαετία του ’80 η Αριστερά έπαθε ιδεολογικό βραχυκύκλωμα. Αυτό δεν οφειλόταν τόσο στην κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων όσο στην επιτυχία των άλλων, εκείνων που βάφτιζε “νεοφιλελεύθερα”. Η απογείωση της Δύσης, αλλά και της Κίνας που ασπάστηκε τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, δημιούργησε τεράστια χάσματα στην αριστερή αφήγηση. Αυτά δεν προσπάθησε να τα καλύψει με ιδεολογική επεξεργασία της νέας φάσης του καπιταλισμού· ίσως και να μην μπορούσε, επειδή οι εξελίξεις ήταν ταχύτατες. Αντιθέτως, απάντησε με έναν απίστευτο λυρισμό που άρμοζε σε εποχές του Καρόλου Ντίκενς. Η θέση της απέναντι στις εξελίξεις ήταν ένα πελώριο “αντί” σε όλα. Εγινε αντιδραστική…» («Ταριχευμένα οράματα», «Καθημερινή» 12.3.2013).
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 17.5.2020