Ερωτεύεσαι τον Μόλυβο με την πρώτη ματιά, μόλις πρωτοδείς αυτή την πολύχρωμη ζωγραφιά στον δρόμο μετά τον Λαφιώνα.
«Γοητευτικός, αρχοντικός, εντυπωσιακός», «χειροποίητος, φιλικός, αλλά όχι δουλικός προς τους ξένους τουρίστες, ήρεμος»… Δεν περισσεύουν πια επίθετα για να ζωγραφίσει ο λόγος τη Μήθυμνα, όπως είναι το αρχαίο όνομα του Μολύβου. Όχι πως ποτέ αρκούσαν. Πάντοτε φάνταζαν λίγα, μικρά για την ομορφιά του. «Με ρωτούν πολλοί γιατί ξεχωρίζεις τον Μόλυβο», έγραψε κάποτε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, που κάθε καλοκαίρι είναι εκεί. «Γιατί τον βάζεις πρώτο στις προτιμήσεις σου από όλα τα μέρη της Ελλάδας; Δεν μπορώ να απαντήσω με επιχειρήματα. Αρκούμαι στο να δείχνω και να αναφωνώ. Να δείχνω τον οικισμό από το ύψος των “Δελφινιών” και να ρουφάω τον θαυμασμό του επισκέπτη μέσα από τα μάτια του ή να αφήνω να βγει από μέσα μου ένα βαθύ “αχ” καθώς αντικρίζω το φεγγάρι που ανατέλλει απ’ τη μεριά της Στύψης» («Βήμα», 8.2.2004). Κι αν δεν μπορεί ένας ποιητής σαν τον Πρόεδρο Λευτέρη Παπαδόπουλο να τον περιγράψει, τα μειράκια της δημοσιογραφίας πρέπει να αρκεστούμε σε αυτό το «βαθύ “αχ”», σ’ εκείνη τη γαλήνη που προσφέρει η θωριά του κάστρου, που δεσπόζει φωτισμένο πάνω από το λιμάνι.
Ερωτεύεσαι τον Μόλυβο με την πρώτη ματιά, μόλις πρωτοδείς αυτή την πολύχρωμη ζωγραφιά στον δρόμο μετά τον Λαφιώνα. Τον αγαπάς όμως όταν γνωρίσεις τους ανθρώπους του. Είναι εκεί ο Μπαμπούκος με τους φοβερούς μεζέδες του και τη μελωδική ντοπιολαλιά του: «Έχω καλά χταποδέλια σήμερα». Στήνει με τον Πρόεδρο δήθεν καβγάδες, μόνο και μόνο για να γελάει κελαρυστά ο Σταύρος Τσακυράκης. «Πότε έχουν γενέθλια τα ψάρια σου, ρε μ…;»· Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είναι φημισμένος για τον λυρισμό στη γραφή του και τα κοσμητικά επίθετα στον προφορικό του λόγο. «Να σε φαρμακώσω να ησυχάσουμε…». Ο Κλεάνθης, αδελφός του Σταύρου, που έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στο τραπέζι. Η Σούλα, που πάντα σέρβιρε λακέρδα και κουκιά. Ο Νίκος στο Sunset που αγαπούσε να πειράζει ο Σταύρος. Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, αποτραβηγμένος, γράφει το νέο του μυθιστόρημα. Ο Τίτος Πατρίκιος, που ένα βράδυ το 2011 διάβασε σε μια ομήγυρη φίλων το ανέκδοτο τότε έργο του «Σε βρίσκει η ποίηση». Να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ, ένα αυγουστιάτικο βράδυ με πανσέληνο στο σπίτι της Ραλλούς και του Γιάννη. Και φυσικά, κάθε καλοκαίρι, σκάει μύτη όλο το παλιό ΚΚΕ εσωτερικού, οι περισσότεροι σήμερα καθηγητές (Γιάννης Βούλγαρης, Γιώργος Τσεμπελής, Φώντας Βερύκιος, Γιάννης Αναστασάκος κ.ά.), για να διαφωνήσουν πολιτικώς και εκτός των τειχών.
Δεν χωράει η ομορφιά στον λόγο, ούτε ο Μόλυβος σε κάποιο επίθετο. Τα λιθόστρωτα σοκάκια, οι πασχαλιές που σκεπάζουν την παλιά αγορά, το ενετικό κάστρο που στέκει σαν κορόνα πάνω του, οι βοτσαλωτές ακτές, τα πέτρινα λιοτρίβια που έγιναν ξενοδοχεία, το γραφικό λιμάνι που φεγγοβολά στα ήρεμα νερά, το κρεμασμένο πάνω από την παραλία κλαμπ Κόνγκας, και λίγο πιο ψηλά το μπαρ «Πειρατές» με την υπέροχη μουσική και τη μαγευτική θέα. Όλα αυτά είναι μέρη που νιώθεις, αλλά δεν μπορείς να πεις τι ένιωσες. Ίσως μόνο εκείνο το «βαθύ “αχ” καθώς αντικρίζεις το φεγγάρι που ανατέλλει από τη από τη μεριά της Στύψης».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 28.6.2019