Θα ήταν διαφορετική η ζωή του Στίβεν Χόκινγκ αν δεν είχε γεννηθεί στη Βρετανία του ρωμαλέου μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους.
Πρέπει να ήταν μεγάλο το σοκ στη μεσοαστική οικογένεια Χόκινγκ εκείνο το πρωινό του 1963, όταν ο 21χρονος Στίβεν διαγνώστηκε με αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση, γνωστή και ως νόσος Λου Γκέριγκ. Ηταν όμως τυχεροί μέσα στην ατυχία τους. Βρισκόταν σε μια δυτική χώρα με ένα γενναιόδωρο Εθνικό Σύστημα Υγείας, που δεν απέκλειε κανέναν από τις υπηρεσίες του, και με δομές που θα έκαναν τη σύντομη ζωή του νέου φοιτητή –δύο χρόνια τού είχαν δώσει οι γιατροί– με όσο το δυνατόν λιγότερα προβλήματα.
Θα ήταν διαφορετική η ζωή του Στίβεν Χόκινγκ αν δεν είχε γεννηθεί στη Βρετανία του ρωμαλέου μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους και σίγουρα πιο σύντομη από τα 75 χρόνια που κατάφερε να ζήσει, χρόνια κατά τα οποία όλοι ευτυχήσαμε να τον ακούσουμε και να τον διαβάσουμε. Κατάφερε να προσφέρει πολλά· τόσο πολλά που σίγουρα κάλυψαν την επένδυση που έκανε το βρετανικό κράτος για τη σωτηρία εκείνου του άσημου φοιτητή τη δεκαετία του ’60.
Συνηθίσαμε να βλέπουμε το κοινωνικό κράτος ως μια απλή ηθική υποχρέωση της κοινωνίας προς τα μέλη της, ως αναγκαστική φιλανθρωπία που τα πιο εύπορα μέλη κάνουν προς τους άτυχους της οικονομικής διεργασίας. Πρέπει όμως να το δούμε ως επένδυση με ασαφή εξατομικευμένα αποτελέσματα, αλλά σαφή κοινωνικά. Από τους χιλιάδες ή τα εκατομμύρια που επιβιώνουν και μορφώνονται χάρη στις δομές του κοινωνικού κράτους, ελάχιστοι θα προσφέρουν όσα ο τεθνεώς αστροφυσικός· κάποιοι άλλοι θα προσθέσουν μικρότερες υπεραξίες στην κοινωνία, ως γιατροί, συγγραφείς, πολιτικοί, επαγγελματίες στον χώρο τους. Ολοι αυτοί παράγουν υπεραξίες πολύ μεγαλύτερες από την επένδυση που γίνεται στα τυφλά σε δομές υγείας ή εκπαίδευσης. Λέμε «στα τυφλά», διότι το 1963 ουδείς μπορούσε να γνωρίζει τη συμβολή Χόκινγκ στην κατανόηση του φαινομένου της μαύρης τρύπας κι ότι θα γινόταν καθηγητής Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, στην πιο διάσημη πανεπιστημιακή έδρα της Βρετανίας –αν όχι όλου του κόσμου–, που κάποτε κατείχαν ο Ισαάκ Νεύτων και ο Πολ Ντιράκ.
Σήμερα, σε εποχή έντονης οικονομικής κινητικότητας, όταν δηλαδή μαγαζιά κλείνουν στην Αθήνα γιατί χρεοκόπησε μια άγνωστη επενδυτική τράπεζα και άνθρωποι χάνουν τη δουλειά τους επειδή κάποια fund με περίεργα ονόματα παίζουν με τη μετοχή της μητρικής εταιρείας, το κοινωνικό κράτος μπορεί να λειτουργήσει και ως κοινωνικός σταθεροποιητής. Ο λαϊκισμός κάθε μορφής και το αίτημα της επιστροφής στο παρελθόν τροφοδοτούνται από την ανασφάλεια των ανθρώπων για το μέλλον.
Φυσικά, το ποτάμι της εξέλιξης δεν γυρνά πίσω, αλλά οι κοινωνίες θα λειτουργούν πιο ορθολογικά όταν τα μέλη τους γνωρίζουν ότι, παρά την οικονομική δίνη των καιρών, υπάρχει κάποιο δίχτυ προστασίας αν τους πάρει ο άνεμος της παγκοσμιοποίησης.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 15.3.2018