Βεβαίως και έχουμε πρόβλημα (ή, τέλος πάντων, πρέπει να έχουμε) όταν «οι Ελληνες βουλευτές μιλάνε για την ομοφυλοφιλία ως κουσούρι» (Ξένια Κουναλάκη «Δημητράς ή Σώτη;», «Καθημερινή» 11.5.2017). Δεν πρέπει να «μας αφήνει παγερά αδιάφορους γυναίκες να αποκαλούνται “καλτσοδέτες” στον δημόσιο λόγο». Ούτε να «ανεχόμαστε ξενοφοβική ρητορική από τα χείλια παπάδων». Τέλος, τρέχουν πολλά κάστανα «με τις τρανσφοβικές αποστροφές δημοσιογράφων».
Το ερώτημα όμως (και) σε αυτή την περίπτωση είναι άλλο. Μπορεί η απάντηση στον λόγο να είναι η βία, έστω η νόμιμη όπως είναι του κράτους; Δυστυχώς, στην Ελλάδα της μεταμοντέρνας αποσύνθεσης ο λόγος ταυτίζεται με τη βία και συνεπώς η άσκηση φυσικής βίας εναντίον όσων μιλούν έφτασε να θεωρείται κάτι σαν αυτοάμυνα. «Βία στη βία των δημοσιογράφων», δεν λένε και οι αναρχικοί που θέλουν ελεύθερη αγορά βίας (χωρίς κρατικά μονοπώλια) στην κοινωνία; Συνεπώς είναι εύκολο να φανταστούμε ποια είναι τα αποτελέσματα, όταν ο λόγος θεωρηθεί χειρότερος από τις πράξεις: «και λίγες του ’ριξε με αυτά που είπε…».
Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο –εργαλειακού τύπου– ερώτημα: Καταπολεμώνται ο ρατσισμός, η μισαλλοδοξία, ο σεξισμός κ.λπ. με την αποσιώπηση της δημόσιας έκφρασής τους, υπό την απειλή της άσκησης νόμιμης βίας; Ή μήπως ισχύει αυτό που κατ’ αντιστοιχίαν είπε ο μεγάλος Αμερικανός νομικός Robert G. Ingersoll «το αδίκημα που ονομάζεται βλασφημία εφευρέθηκε από τους παπάδες, για να υποστηρίξει δόγματα που δεν μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους»; Χρειάζεται, λοιπόν, ο αντιρατσισμός τα δεκανίκια του κράτους για να υποστηριχτεί, ή οι αντιρατσιστικές νομοθεσίες είναι μια βολική κρεμάστρα για ένα πραγματικό πρόβλημα, το οποίο έπρεπε μόνη της η κοινωνία των πολιτών να αντιμετωπίσει; Μήπως δηλαδή κρατικοποιούμε την αντιρατσιστική δράση, μετατρέποντας τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις σε βοηθό εισαγγελέα, αντί να αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα στη βάση, δηλαδή στα καφενεία και στις γειτονιές;
Ολοι γνωρίζουμε, εκ πείρας, πόσο αποτελεσματικό είναι το κράτος ακόμη και όταν καταπιάνεται με απείρως ευκολότερα ζητήματα. Αν δηλαδή καταφέρνει να χρεοκοπήσει μονοπωλιακές επιχειρήσεις, όπως είναι η ΔΕΗ, μπορούμε να φανταστούμε πόσο καλά θα αντιμετωπίσει το ρατσιστικό πρόβλημα με ένα νόμο και με ένα άρθρο.
Το τελευταίο μάλιστα πιστοποιείται και από μια πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση στο άρθρο της κ. Κουναλάκη: Από τον ογκώδη φάκελο «που περιλαμβάνει 34 δικογραφίες για ρατσιστικά εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένων περιπτώσεων ακραίου ρατσιστικού λόγου, που έχουν διατυπωθεί μεταξύ άλλων από τον κωμικό Λάκη Λαζόπουλο, ιερείς, τον φυγόδικο Αρτέμη Σώρρα και τη συγγραφέα Σώτη Τριανταφύλλου. Οι εισαγγελείς έθεσαν στο αρχείο τις δύο πρώτες περιπτώσεις και παρέπεμψαν σε δίκη τις δύο τελευταίες».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 12.5.2017