Δημιουργείται χάσμα αντιλήψεων για την παγκοσμιοποίηση μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών.
Ο Εντοάρντο Νέζι ήταν βιομήχανος πριν γίνει συγγραφέας. Για την ακρίβεια ήταν κληρονόμος μιας κλωστοϋφαντουργίας στο Πράτο της Ιταλίας, την οποία πούλησε το 2004, μην αντέχοντας τις πιέσεις της παγκοσμιοποίησης. Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Οι δικοί μου άνθρωποι» (εκδ. Καστανιώτη) καταγράφει το πριν και το μετά των ανοιχτών στα εμπορεύματα συνόρων, σε μια πόλη που παλιά –όταν υπήρχε η προστασία του ιταλικού κράτους από τον ανταγωνισμό– «ακόμη κι ένας κεφάλας, ένας βλάκας μπορούσε να βγάλει λεφτά».
Το πριν: «Φαντασθείτε ένα προϊόν που για τριάντα χρόνια δεν χρειάζεται να αλλάξει. Φανταστείτε μια επιχείρηση που παράγει μονάχα αυτό το προϊόν και που, αν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα, αυτό είναι ότι δεν κατορθώνει να παράγει αρκετά για να ικανοποιεί μια τόσο πλατιά και ζωντανή αγορά, ώστε να θεωρεί αμελητέες τις επιπτώσεις του ανταγωνισμού… Μηδενίστε κάθε κόστος για έρευνα και ανάπτυξη, για εκθέσεις, για διαφημίσεις, για συμβουλές… Και τώρα φαντασθείτε μια ολόκληρη πόλη που ζει από την κλωστοϋφαντουργία, μια βιομηχανία διάσπαρτη, με εκατοντάδες επιχειρήσεις όπως η δική μας, όλες σε συνεχή ανάπτυξη και όλες με διασυνδέσεις σε ένα σύστημα εργασίας παράδοξα κατακερματισμένο αλλά απίστευτα αποτελεσματικό, φτιαγμένο από εκατοντάδες οικογενειακές μικροεπιχειρήσεις, που ασχολούνται με μια ενδιάμεση φάση της επεξεργασίας του προϊόντος…».
Το μετά: Στις αρχές της νέας χιλιετίας, «μετρούσε μονάχα η τιμή, και στην τιμή χάναμε πάντα, διότι υπήρχε πάντα κάποιος πιο απελπισμένος από εμάς –στο Πράτο εννοείται, όχι στο Γουενζού– που προφανώς είχε εμποτιστεί από τις ενθουσιώδεις, ολέθριες εκείνες θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες είναι πάντα και μόνο η ελεύθερη αγορά αυτή που αποφασίζει ποια είναι η σωστή τιμή για οποιοδήποτε αγαθό, κι έτσι, επειδή η παραγγελία δεν πρέπει να χαθεί, συνέχιζε να κατεβάζει την τιμή των υφασμάτων του, συρρικνώνοντας το κέρδος μέχρι να μηδενιστεί… Κι ερχόταν η στιγμή που ο απελπισμένος επιχειρηματίας αναγκαζόταν να φορέσει το καπελάκι του και να μπει στο αμάξι του, στη Μερσεντές ΜL ή στο Αουντι (όλοι αγόραζαν μονίμως εκείνα τα καταραμένα δυνατά γερμανικά αυτοκίνητα) και να πάει να στραγγαλίσει τους ακόμα πιο απελπισμένους μικροβιοτέχνες, εκείνους που έπρεπε να γνέθουν και να υφαίνουν, για να προσφέρουν στον πελάτη ακόμη χαμηλότερη τιμή, σε μια διεστραμμένη σπείρα που έδειχνε το βρώμικο πρόσωπο της ίδιας της ιδέας της ελεύθερης αγοράς… σε μια κούρσα για το ποιος θα προσφέρει τη χαμηλότερη τιμή –τη ρουμάνικη τιμή– (σ.σ.: για την Ιταλία η Ρουμανία είναι ό,τι η Βουλγαρία για την Ελλάδα) αρκεί να πάρει την παραγγελία, θύματα μιας τρέλας που έμοιαζε να μολύνει όλη την πόλη και που μας έβγαζε εκτός παιγνιδιού, εμάς του “Εριουργείου Τ.Ο. Νέζι και Υιοί Α.Ε.”, αφού μας έκανε να νιώθουμε περιθωριακοί και ξεπερασμένοι…».
Από την περιγραφή και μόνο μπορεί να καταλάβει κάποιος γιατί στις παγκόσμιες έρευνες της κοινής γνώμης οι Ιταλοί είναι οι πλέον δύσθυμοι απέναντι στην παγκοσμιοποίηση· το γεγονός ότι ο Εντοάρντο Νέζι μοιάζει φυσιογνωμικά στον Πέπε Γκρίλο είναι καθαρή σύμπτωση.
Στην έρευνα του Pew Research Center (Faith and Skepticism about Trade, Foreign Investment, 16.9.2014) μόνο το 7% των Ιταλών πιστεύει ότι το εμπόριο με άλλες χώρες αυξάνει τους μισθούς, και μόνο το 13% ότι δημιουργεί θέσεις εργασίας. Στον αντίποδα βρίσκεται –όσο κι αν φανεί περίεργο– το Βιετνάμ! Το 72% όσων ζουν ακόμη κάτω από ένα ιδιότυπο κομμουνιστικό καθεστώς με στοιχεία ελεύθερης αγοράς πιστεύει ότι το παγκόσμιο εμπόριο αυξάνει τους μισθούς και το 78% ότι δημιουργεί θέσεις εργασίας. Η Ελλάδα όλως παραδόξως βρίσκεται στον μέσο όρο των ανεπτυγμένων οικονομιών: το 44% των Ελλήνων πιστεύει ότι το εμπόριο με άλλες χώρες δημιουργεί θέσεις εργασίας και το 21% ότι αυξάνει τους μισθούς.
Γενικώς πάντως δημιουργείται ένα χάσμα αντιλήψεων για την παγκοσμιοποίηση μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών: το 44% των κατοίκων στις ανεπτυγμένες οικονομίες πιστεύει ότι το παγκόσμιο εμπόριο δημιουργεί θέσεις εργασίας, έναντι 66% των αναπτυσσόμενων. Στο ερώτημα εάν αυξάνει τους μισθούς τα ποσοστά είναι 25% και 55% αντιστοίχως.
Ιδιες τάσεις εμφανίζονται σε μία ακόμη πιο πρόσφατη έρευνα της εταιρείας YouGov (Οκτώβριος-Νοέμβριος 2016) με τη Γαλλία πρωταθλήτρια στη δυσθυμία έναντι της παγκοσμιοποίησης· ίσως επειδή δεν μετρήθηκε η Ιταλία. Πιο ενδιαφέρουσα όμως είναι η αυξανόμενη δυσθυμία στη χώρα που είναι η… πατρίδα της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή στις ΗΠΑ. Στην έρευνα του Pew (2014) το 28% των Αμερικανών θεωρεί πως το αυξανόμενο εμπόριο με άλλες χώρες είναι κακό για τη χώρα τους, όταν μόνο το 14% των Ευρωπαίων και 9% των Ασιατών απαντά το ίδιο. Η αρνητική στάση στην παγκοσμιοποίηση δεν είναι φυσικά κυρίαρχο ρεύμα στις ΗΠΑ, αλλά όπως έγραφε ο αρθρογράφος των Financial Times, Philip Stephens, «η παρούσα παγκόσμια τάξη, το φιλελεύθερο παγκόσμιο σύστημα που εγκαθιδρύθηκε το 1945 και επεκτάθηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δέχεται ασύλληπτες πιέσεις. Η παγκοσμιοποίηση υποχωρεί…». Πιο αισιόδοξος είναι ο καθηγητής του Χάρβαρντ Joseph S. Nye, ο οποίος έγραψε ότι «είναι υπερβολικό να πούμε ότι οι αμερικανικές εκλογές του 2016 υπογραμμίζουν την τάση απομόνωσης (στις ΗΠΑ), που θα τελειώσει την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Αντιθέτως, οι πολιτικές ελίτ που υποστηρίζουν την παγκοσμιοποίηση και τις ανοιχτές οικονομίες θα πρέπει να ασχοληθούν με οικονομική ανισότητα και να βοηθήσουν όσους πλήττονται από τις αλλαγές. Σημαντικές επίσης θα είναι και οι πολιτικές που ενισχύουν την ανάπτυξη, όπως οι επενδύσεις σε υποδομές».
Το πώς θα αποζημιωθούν οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης, θα είναι το μεγάλο μακροοικονομικό στοίχημα του 2017, γράφει ο αρθρογράφος των Financial Times, Gavyn Davies. «Η πολιτική αναστάτωση του 2016 οδηγεί τους οικονομολόγους να ξανασκεφτούν τα πάντα.
Η τελική μορφή αυτού που τώρα ονομάζεται “λαϊκισμός” δεν είναι είναι απολύτως ξεκάθαρη. Δεν μοιάζει να χωράει εύκολα στην παραδοσιακή κλίμακα, Δεξιάς/Αριστεράς, Φιλελευθερισμού/Συντηρητισμού… Η καινούργια συναίνεση χτίζεται στην πεποίθηση ότι τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης μπορούν να διατηρηθούν και να επεκταθούν, εάν οι κερδισμένοι από αυτήν αποζημιώσουν τους χαμένους. Αλλιώς οι εστίες πολιτικής αντίστασης στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης θα πάρουν σβάρνα τους κερδισμένους, ασχέτως εάν οι τελευταίοι είναι οι περισσότεροι…».
Το τελευταίο κεφάλαιο του πρώην βιομηχάνου και νυν συγγραφέα Εντοάρντο Νέζι περιγράφει κάτι που πριν από χρόνια θα έμοιαζε παράδοξο: μια διαδήλωση εργοδοτών με κύριο σύνθημα «Το Πράτο δεν πρέπει να κλείσει». «Περπατάμε», γράφει ο Νέζι, «σφίγγοντας την απέραντη τρίχρωμη σημαία μας (σ.σ.: την ιταλική), εγώ και οι δικοί μου άνθρωποι, όλοι χαμογελαστοί, όλοι αποφασισμένοι, όλοι παραταγμένοι ενάντια στο κακό μας πεπρωμένο – και σε κάθε μου βήμα νομίζω ότι νιώθω καλύτερα… Θέλω να συνεχίσω να περπατώ μαζί με τους ανθρώπους μου. Δεν ξέρω πού πάμε, αλλά σίγουρα δεν είμαστε πια ακίνητοι».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 18.12.2016