Οσο περισσότεροι είναι οι φόροι τόσο αυξάνονται η φοροαποφυγή, η φοροδιαφυγή, ακόμη και το λαθρεμπόριο.
Τα παλιά χρόνια, όποτε οι ελέω Θεού (δηλαδή, ελέω όπλων) μονάρχες είχαν έξοδα έβρισκαν ένα φόρο για να τα καλύψουν. Σπανίως υπήρχε λογική και αιτιολόγηση για την υποβολή των χαρατσιών. Υπήρχαν μόνο οι ανάγκες των βασιλέων και η εξουσία τους. Ετσι υπήρξαν φόροι στα κεριά, στα καπέλα, στο αλάτι, ακόμη και στο σαπούνι· αυτός ο «φόρος καλλωπισμού» υπάρχει ακόμη στην Ουγγαρία. Στη Βρετανία θεσπίστηκε τον 17ο αιώνα και «φόρος παραθύρων», που κράτησε 150 χρόνια. Τα αποτελέσματά του είναι ακόμη ορατά σε παλιά κτίσματα, όπου βλέπει κάποιος παράθυρα κλεισμένα με τούβλα. Από την άλλη, στο Αρκανσο των ΗΠΑ ψηφίστηκε φόρος στα τατουάζ, τα σκουλαρίκια, ακόμη και στην αποτρίχωση. Μάλλον για ηθικολογικούς λόγους…
Ο πιο περίεργος, ίσως, φόρος στην ιστορία είναι για τις… τρίχες. Το 1535 ο Ερρίκος Η΄, παρότι ήταν μουσάτος, επέβαλε φορολογία στη γενειάδα και μάλιστα κλιμακωτή. Το ίδιο έκανε και ο τσάρος της Ρωσίας Πέτρος θεσπίζοντας μάλιστα και τη σχετική γραφειοκρατία: όποιος είχε μούσι και πλήρωνε τον φόρο έπρεπε να κουβαλά μαζί του ένα μεταλλικό νόμισμα, που από τη μία πλευρά είχε τον δικέφαλο αετό και από την άλλη ένα πρόσωπο με μούσι και την επιγραφή «Εχει πληρωθεί ο φόρος γενειάδας». Οσοι συλλαμβάνονταν χωρίς το μεταλλικό πιστοποιητικό, τους ξύριζαν δημοσίως.
Την επαναφορά αυτού του φόρου ζητάει ένας 48χρονος Βρετανός εκφράζοντας τον προβληματισμό του για τη μόδα των τελευταίων χρόνων, που επιτάσσει πλούσιες γενειάδες. «Δεν υπάρχουν αμφιβολίες ότι τα μούσια είναι στη μόδα περισσότερο από ποτέ, συνεπώς η κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει πώς να επωφεληθεί από αυτή την αυξανόμενη τάση», δήλωσε ο ίδιος. Προτείνει δε κλιμακωτή φορολογία ανάλογα με το μήκος της γενειάδας: οι ελαφρώς αξύριστοι θα πρέπει να καταβάλλουν ετησίως το ποσό των 63 ευρώ, ενώ οι πλουσιότερες γενειάδες θα πρέπει να φορολογούνται με 125 ευρώ.
Ο ίδιος λέει ότι ανησυχεί για τα δημοσιονομικά –το κράτος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτά τα έσοδα προκειμένου να καλύψει τα εθνικά δημοσιονομικά ελλείμματα που έχει–, αλλά το μυστικό είναι άλλο: ο ίδιος είναι κουρέας και ιδιοκτήτης αλυσίδας των κομμωτηρίων Αντονι Κέντ. Συνεπώς, χάνει έσοδα από τη νέα μόδα και προφανώς γι’ αυτόν τον λόγο άρχισε να ανησυχεί για το δημόσιο ταμείο. Και αυτό δεν είναι παρά η γραφική κορυφή του παγόβουνου. Οι φορολογικές διατάξεις γίνονται πλέον όπλο επιχειρηματικής στρατηγικής για τις επιχειρήσεις, έτσι ώστε να αυξάνουν τα κέρδη τους.
Στο βιβλίο του «Republic Lost» ο καθηγητής Lessing παρατήρησε ότι η ζάχαρη στις ΗΠΑ κοστίζει δύο με τρεις φορές περισσότερο απ’ ό,τι στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο και αυτό διότι η αμερικανική κυβέρνηση προστατεύει την εγχώρια παραγωγή με δασμούς εισαγωγών. Στις ΗΠΑ υπάρχουν μόνο σαράντα βιομηχανίες, από τις οποίες οι οκτώ παράγουν το 75% ζάχαρης. Οι υψηλότερες τιμές λόγω προστατευτισμού επιφέρουν ένα δισ. επιπλέον κέρδη στις βιομηχανίες ζάχαρης, αλλά κοστίζουν τρία δισ. στην αμερικανική οικονομία (διότι η ζάχαρη επηρεάζει ολόκληρη τη βιομηχανία τροφίμων: «Οταν αυξάνεται η τιμή της ζάχαρης ένα λεπτό του δολαρίου, το κόστος κατανάλωσης τροφίμων αυξάνεται κατά 250 εκατ. ετησίως») και άλλα 800 εκατομμύρια σε αναπτυσσόμενες ζαχαροπαραγωγούς χώρες που δεν μπορούν να ανταγωνιστούν την αμερικανική αγορά.
Το φαινομενικά περίεργο είναι ότι τα περισσότερα χρήματα για λόμπινγκ, προκειμένου να διατηρηθεί το καθεστώς προστατευτισμού της ζάχαρης, δεν τα δίνουν οι παραγωγοί της αλλά οι βιομηχανίες επεξεργασίας καλαμποκιού! Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι πολλές βιομηχανίες τροφίμων στις ΗΠΑ υποκαθιστούν την ακριβή (λόγω δασμών) ζάχαρη με ένα γλυκό σιρόπι που παράγεται από καλαμπόκι. «Το 1980, κανείς άνθρωπος δεν είχε δοκιμάσει σιρόπι καλαμποκιού με υψηλή φρουκτόζη (σ.σ.: δεν υπήρχε). Το 2006 κάλυπτε το 41% της αγοράς γλυκαντικών ουσιών… Το 40% των προϊόντων στα ράφια των σούπερ μάρκετ έχουν τώρα αυτό το σιρόπι και ο αριθμός αυξάνεται», γράφει ο Λέσινγκ. Αυτή όμως η μεταβολή στη διατροφή συμβάλλει –δεν είναι ο μόνος παράγων– στην αύξηση των παθήσεων από παχυσαρκία και διαβήτη, ιδίως ανάμεσα στα νέα παιδιά. «Παθήσεις που σχετίζονται με την παχυσαρκία κοστίζουν στο αμερικανικό ιατρικό σύστημα 147 δισ. δολάρια, κόστος μεγαλύτερο από το τσιγάρο ή το αλκοόλ».
Βεβαίως όσο περισσότεροι είναι οι φόροι τόσο αυξάνονται η φοροαποφυγή, η φοροδιαφυγή, ακόμη και το λαθρεμπόριο. Αυτό πιστοποιείται από τη νέα μείωση των εσόδων του κράτους από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης Οινοπνευματωδών Ποτών (ΕΦΚΟΠ). Το έσοδα υποχώρησαν το 2015 κάτω από τα επίπεδα του 2009, όταν ακόμα ο ΕΦΚΟΠ ήταν χαμηλότερος κατά 46%. Η απώλεια αυτή, σύμφωνα με τους παράγοντες της αγοράς, οφείλεται λιγότερο στη μείωση αυτής καθαυτήν της ζήτησης, ως αποτέλεσμα της κρίσης, και περισσότερο στη στροφή των καταναλωτών σε χύμα, αφορολόγητα προϊόντα. «Το φαινόμενο των ποτών που διακινούνται χύμα και λάθρα, και ήταν κυρίαρχο ειδικά στο τσίπουρο, στην τσικουδιά και στο ούζο, επεκτείνεται πλέον και στο κρασί, με τους οινοποιούς να αποδίδουν τη δυσμενή αυτή εξέλιξη στην επιβολή Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και σε αυτό το προϊόν από την 1η Ιανουαρίου 2016. Το κίνητρο είναι αν μη τι άλλο υψηλό, καθώς πλέον το 65% της τιμής του προϊόντος είναι φόροι» («Καθημερινή» 14.6.2016).
Το ίδιο συνέβαινε πάντα με τα φορολογικά μέτρα. Οταν η βρετανική κυβέρνηση κατά τον 18ο αιώνα θέσπισε τον φόρο ταπετσαρίας, οι καταναλωτές άρχισαν να ντύνουν τα σπίτια τους με απλό χαρτί το οποίο κολλούσαν στους τοίχους και μετά το διακοσμούσαν κάνοντας στάμπες με σκαλισμένες σφραγίδες. Οταν εισήγαγε τον φόρο στα κεριά (και μάλιστα απαγόρευσε την οικιακή κατασκευή τους θεσπίζοντας αυστηρές ποινές) οι Βρετανοί στράφηκαν στη καύση ζωικού λίπους, όπως γινόταν στους αρχαϊκούς χρόνους.
Η φορολογία είναι αναγκαία για να λειτουργήσουν οι οργανωμένες κοινωνίες. Η επιλογή των μέτρων, όμως, αποτελεί μια δύσκολη άσκηση. Η υπερβολική φορολογία σκοτώνει την παραγωγή πλούτου, κάνει τις χώρες πιο φτωχές. Η επιλεκτική φορολογία δημιουργεί κίνητρα φοροαποφυγής με υποκατάσταση προϊόντων, φοροδιαφυγής ακόμη και λαθρεμπορίου. Οι απλοϊκές λογικές που διέπουν αυτήν την κυβέρνηση («αν κινείται, φορολόγησε το. Αν συνεχίσει να κινείται, ρύθμισέ το. Αν σταματήσει να κινείται, επιδότησέ το», είχε πει γι’ αυτού του τύπου την οικονομική πολιτική ο Ρόναλντ Ρέιγκαν) δεν βοηθούν ούτε την οικονομία ούτε τα δημόσια έσοδα…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 18.6.2016