Και τα μεγάλα ψέματα της κυβέρνησης για το PSI.
Ενας από τους νέους μύθους, που μετ’ επιτάσεως κυκλοφορεί η κυβέρνηση –κυρίως διά στόματος Πάνου Καμμένου– είναι η «ληστεία των ασφαλιστικών ταμείων από το PSI». Οπως συμβαίνει και με τα περισσότερα απ’ όσα λέει η κυβέρνηση της πρώτης φοράς (και ειδικά ο συγκυβερνήτης της), αυτό είναι ένα τεράστιο ψέμα. Υπήρξε ζημία από το «κούρεμα» των κρατικών ομολόγων 11,6 δισ. ευρώ (όχι 14 δισ. που είπε ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ κατά τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών την 1.12.2015), αλλά ταυτοχρόνως το 2012 το ίδιο το κράτος επιχορήγησε τα Ταμεία με 14,47 δισ. ευρώ. Η συνολική επιχορήγηση του κράτους τα χρόνια της κρίσης (2010-2014) ήταν 64,44 δισ. ευρώ, δηλαδή έξι φορές περισσότερα από τη ζημία που υπέστησαν λόγω «κουρέματος» των ομολόγων.
Παρά τις ανοησίες που επαναλαμβάνονται διαρκώς (και έχουν γίνει σκληρό δόγμα) το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα έχει ένα βασικό πρόβλημα: σε μια χώρα που γερνάει, οι κυβερνήσεις επιμένουν να βγάζουν πενηντάρηδες στη σύνταξη. Ετσι, εργάζονται όλο και λιγότεροι και επιδοτούνται από τις ασφαλιστικές εισφορές των πρώτων όλο και περισσότεροι. Και αυτό δεν οφείλεται μόνο στην ανεργία. Οφείλεται πρωτίστως στις πελατειακές πολιτικές των κυβερνώντων. Ακόμη και μέσα στην κρίση, για παράδειγμα τον Δεκέμβριο του 2014, οι μισοί σχεδόν νέοι συνταξιούχοι (ήτοι το 44,7%) ήταν μεταξύ 51 και 61 ετών, ενώ από 62 έως 67 ετών ήταν μόνο το 21,3% («Καθημερινή» 20.12.2014)
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να αιμορραγεί το σύστημα και ο κρατικός προϋπολογισμός: «Είναι ενδεικτικό», λέει ο πρώην υπουργός Οικονομικών Φίλιππος Σαχινίδης, «ότι όταν μπήκαμε στην ΟΝΕ, η στήριξη του προϋπολογισμού προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης ήταν της τάξεως των 5,4 δισ. ευρώ, περίπου, ή 4% του ΑΕΠ. Το 2009 είχε φτάσει στα 18,9 δισ. ή 8,2% του ΑΕΠ. Αν είχε σταθεροποιηθεί η συνεισφορά του προϋπολογισμού στο επίπεδο του 2001 (σ.σ.: τότε που σύσσωμη η ελληνική κοινωνία με αγώνες και κραυγές απέρριψε τις προτάσεις Γιαννίτση), η χώρα θα είχε περίπου 75 δισ. λιγότερο χρέος από αυτό που είχε το 2009. Με λίγα λόγια, περίπου 1 στα 4 ευρώ που χρωστούσε η χώρα το 2009 οφειλόταν στο γεγονός ότι τη δεκαετία του 2000 δεν προνόησαν οι κυβερνήσεις να ανακόψουν αυτή την ανησυχητική πορεία αύξησης της χρηματοδότησης των Ταμείων από τον κρατικό προϋπολογισμό» («Βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα, προϋπόθεση για σταθερή ανάπτυξη», 2.12.2015).
Οπως σε όλα τα πράγματα, έτσι και στο ασφαλιστικό, η δημόσια συζήτηση γίνεται με κραυγές, παραλογισμούς και ψεύδη. Ενα από αυτά αφορούν τα αποθεματικά των Ταμείων, τα οποία κάποιος λογικός άνθρωπος θα πίστευε ότι χρησιμεύουν (ως αποθεματικά που είναι) για τις δύσκολες ώρες, όπως είναι η σημερινή. Διότι την εποχή των «παχέων αγελάδων» της χώρας τα αποθεματικά αβγάτιζαν, μαζί με την κρατική επιχορήγηση. Το 2000 τα αποθεματικά ήταν 22,6 δισ. ευρώ και η κρατική επιχορήγηση 4,5 δισ. ευρώ. Το 2009 ήταν 37,6 δισ. ευρώ με κρατική επιχορήγηση 18,5 δισ. ευρώ (Eurostat Database, Social Security Funds). Η οικονομική μεγέθυνση της χώρας φούσκωσε και τις αξίες των αποθεματικών που διατηρούσαν τα Ταμεία.
Τα Ταμεία υπέστησαν μεγάλες απώλειες την περίοδο 2009-2011 –από 37,6 δισ. σε 20,4 δισ.– για τον ίδιο λόγο που απομειώθηκαν οι περιουσίες όλων των Ελλήνων: η «φούσκα» της μεγέθυνσης έσκασε και έτσι κινητές και ακίνητες αξίες πήραν τον κατήφορο. Αντιθέτως, τη χρονιά του PSI –κι επειδή διάφορα Ταμεία επανεπένδυσαν σε ελληνικά ομόλογα– τα αποθεματικά είχαν μικρή μείωση: από 20,4 δισ. σε περίπου 20 δισ. Περαιτέρω μείωση υπάρχει το 2014 επειδή σωρεύονται πάλι σύννεφα στην ελληνική οικονομία. Και φυσικά το 2015 θα είναι τρομακτικά μικρότερη η αξία τους, προς δόξα όλων εκείνων που λένε ότι «δεν πάθαμε και τίποτε από τα capital contols».
Το ζήτημα όμως είναι ότι τα αποθεματικά των Ταμείων μικρή συνεισφορά έχουν στις συντάξεις. Οχι τώρα που έχουν απομειωθεί, αλλά διαχρονικά. Ιστορικά η μεγαλύτερη συνεισφορά τους ήταν το 1995, που έφτασαν το 9,2% των συνολικών εσόδων και φυσικά δαπανών. Τη χρονιά των μεγάλων δαπανών, το 2009, η συνεισφορά τους ήταν μόλις 3,5%. «Αν σήμερα με μαγικό τρόπο διπλασιάζονταν τα αποθεματικά των Ταμείων, θα μπορούσαμε –εφόσον δεν μειώναμε την επιχορήγηση του κράτους– να πληρώνουμε συντάξεις μόλις κατά 1,75% υψηλότερες», γράφει ο κ. Γιώργος Στρατόπουλος σε μια εξαιρετική μίνι μελέτη («Περί αποθεματικών και άλλων δαιμονίων», Protagon 27.11.2015). Και αυτό δεν οφείλεται στις «κακές» ή «πονηρές» επενδυτικές επιλογές των διοικήσεων: «Ακόμα και αν την περίοδο 12/1995 – 12/2012 είχαμε επενδύσει όλα τα αποθεματικά των Ταμείων μας σε ομόλογα του γερμανικού δημοσίου, αποφεύγοντας όλες τις ζημίες (χρηματιστήριο μετά το ’99, δομημένα ομόλογα και PSI), τα αποθεματικά μας θα ήταν πάλι στα ίδια επίπεδα, περίπου, γιατί τα γερμανικά ομόλογα λόγω της ασφάλειας που προσφέρουν έχουν πολύ χαμηλή απόδοση».
Διαχρονικά γίνεται μεγάλη πολιτική σπέκουλα για το ασφαλιστικό. Και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μη θεραπεύεται, παρά τα διαρκή δήθεν μέτρα που λαμβάνονται. Σύμφωνα με τον κ. Σαχινίδη, από τις πολλές παρεμβάσεις που έγιναν διαχρονικά μόνο οι νόμοι «1902/90 και 2084/92 συνδυαστικά έδωσαν ουσιαστική ανάσα στο ασφαλιστικό σύστημα» και ο νόμος 3863/2010, ο οποίος έδωσε προοπτική βιωσιμότητας στο ασφαλιστικό. Καθιέρωνε μια σχεδόν καθολική βασική σύνταξη και μια ανταποδοτική αναλογική σύνταξη… Σε αντίθεση με την επικρατούσα άποψη, η μεταρρύθμιση του 2010 δεν επιβλήθηκε από την τρόικα, αλλά ήταν πολιτική απόφαση της κυβέρνησης όπως και οι πρωτοβουλίες για μείωση των δαπανών των κλάδων υγείας των Ταμείων κατά 4 δισ. ευρώ και ο έλεγχος των συντάξεων μέσα από την ΗΔΙΚΑ και των αναπηρικών από τα ΚΕΠΑ».
Παρά όμως τις περικοπές, οι συνταξιοδοτικές δαπάνες το 2013 ήταν οι υψηλότερες σε όλη την Ευρώπη (Ελλάδα 16,1%, μέσος όρος Ευρωζώνης 12,3%) και ακόμη και το 2030 οι συνταξιοδοτικές δαπάνες θα μειωθούν μεν στο 14%, αλλά θα είναι πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσον όρο που θα είναι περίπου 13%.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 20.12.2015