Είναι ουτοπία να ζητάει κανείς περισσότερο κράτος και λιγότερη διαπλοκή.
Θεωρητικώς έχει δίκιο ο κ. Αλέξης Τσίπρας όταν λέει ότι το κράτος που βάζει τα λεφτά πρέπει να έχει και τη διοίκηση των τραπεζών, αλλά πρακτικώς υπάρχουν πολλά ερωτήματα. Σε ποιον, επί παραδείγματι, θα μπορούσαμε να εμπιστευτούμε τη διοίκηση της Alpha; Στον κ. Γιώργο Κατρούγκαλο, που δεν μπορεί να χωρίσει δύο επίορκων άχυρα, ή στην κ. Τασία Χριστοδουλοπούλου, που ορκιζόταν τον Φεβρουάριο ότι οι προσφυγικές ροές δεν θα ξεπεράσουν φέτος τις 100.000 άτομα και πριν κλείσει ο χρόνος ξεπέρασαν τις 200.000; Μήπως να ανέθετε τη Eurobank στον κ. Αριστείδη Μπαλτά για να ξαναφορέσουν μανσέτες οι ταμίες; Διότι αν «προτζέκτορες, επιδιασκόπια και λοιπά υποκατάστατα αποστειρώνουν τη διδακτική σχέση. Την εξαϋλώνουν τείνοντας τελικά να την καταργήσουν» (Αρ. Μπαλτάς, «Η διδακτική σχέση», «Αυγή» 6.4.2014), τότε μπορούμε να φανταστούμε τι κακό θα κάνουν τα ΑΤΜ του διαβόλου. Εδώ, καλά-καλά, δεν κατάφερε να σχηματίσει ένα υπουργικό συμβούλιο της προκοπής και έχει υπουργό Ναυτιλίας τον κ. Θεόδωρο Δρίτσα, θα μπορέσει να στελεχώσει τις υψηλών απαιτήσεων θέσεις των διοικήσεων στις τράπεζες;
Είναι τεράστια η έλλειψη του ΣΥΡΙΖΑ σε ανθρώπινο δυναμικό για να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες. Ενα κόμμα που διαμορφώθηκε αποκλειστικά ως «αντί» σε κάθε οικονομική εξέλιξη, λογικώς θα είναι και φωλιά αναχρονιστών. Εχει στελεχικό δυναμικό που βλέπει το μέλλον μόνο ως απειλή. Δεν μπορεί να αδράξει τις σύγχρονες προκλήσεις. Το καλύτερο που μπορεί να περιμένει κανείς είναι ότι δεν θα μας πάει πολύ πίσω. Τα πανεπιστήμια θα ξανακατρακυλήσουν στη δεκαετία του 1980, όταν τα διαφέντευαν κομματικές νεολαίες, και οι τράπεζες θα γυρίσουν στην παλιά κακή εποχή των προβληματικών επιχειρήσεων.
Για την ακρίβεια, η κυβέρνηση της Πρώτης Φοράς, έχοντας τον έλεγχο μόνο μιας κρατικής τράπεζας –κι αυτή χρεοκοπημένη–, άρχισε να χρηματοδοτεί πάλι προβληματικές. Οπως γράφει ο ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου Κωνσταντίνος Σοφούλης: «Η Βιομηχανία Ζάχαρης είναι ουσιαστικά μια κρατικοποιημένη επιχείρηση που επιβαρύνει το Δημόσιο με δεκάδες εκατομμύρια ζημιές κάθε χρόνο εδώ και πολλά χρόνια. Δεν αποτελεί δημόσιο αγαθό ώστε να υποπίπτει στη σκοπιμότητα της κοινωνικής επιδότησης. Η ζάχαρη είναι χρηματιστηριακό εμπόρευμα, που οι τιμές της καθορίζονται στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων με πλήρη διαφάνεια. Η λογική και υπεύθυνη μεταχείρισή της από το Δημόσιο θα ήταν ή να την ξεφορτωθεί ή να την κλείσει. Αντ’ αυτού η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ της έδωσε θαλασσοδάνειο 30 εκατομμυρίων και στη συνέχεια το κεφαλαιοποίησε ανεβάζοντας έμμεσα την κρατική συμμετοχή στο διακινδυνευόμενο κεφάλαιο (στην πραγματικότητα, αποφάσισε να το χάσει με πλήρη βεβαιότητα). Το δάνειο, όπως ομολογήθηκε από τον πρώην αρμόδιο υπουργό, δόθηκε κατόπιν εντολής του στην «κακή Αγροτική Τράπεζα», η οποία ποτέ δεν παρουσίασε την έκθεση σκοπιμότητας που θα δικαιολογούσε αυτό το θαλασσοδάνειο. Να τη δημοσιεύσει πάραυτα. Εδωσε 30 εκατομμύρια δημόσιο χρήμα και αγόρασε τόσες ψήφους στις συγκεκριμένες περιοχές. Πρόκειται για καραμπινάτη περίπτωση εξαγοράς ψηφοφόρων με δημόσιο χρήμα» («Η χειρότερη διαπλοκή: Να πνιγεί το πρώτο της μπουμπούκι πάραυτα», Μεταρρύθμιση 5.10.2015).
Και όλα αυτά έγιναν την ώρα που ο πρ. υπουργός Διαφθοράς της Πρώτης Φοράς Παναγιώτης Νικολούδης κατήγγειλε ότι «η ΑΤΕ δεν είναι απλά μια τράπεζα που χρεοκόπησε. Η ΑΤΕ χρησιμοποιήθηκε επί σειρά ετών ως η δεξαμενή από την οποία οι κατά περίπτωση κρατούντες άντλησαν τα μέσα για την εξυπηρέτηση πολιτικών επιδιώξεων… Η ΑΤΕ ήταν το όχημα το οποίο χρησιμοποίησαν οι κυριότεροι εκφραστές του κρατικοδίαιτου καπιταλισμού. Ηταν το σημείο στο οποίο η επιχειρηματικότητα συναντήθηκε με την εγκληματικότητα… Ηταν τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις, το μαγικό φίλτρο που χρησιμοποιήθηκε έτσι ώστε κάποιοι θεσμοί (αγροτικοί συνεταιρισμοί) να καταντήσουν εσμοί».
Ισως γι’ αυτό το μαύρο σκοτάδι του ανασχηματισμού κατάπιε τον κ. Νικολούδη. Επισήμανε τη βασική αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος από τη μία (ορθώς) καταγγέλλει τη διαπλοκή του κράτους με τους επιχειρηματίες και από την άλλη θέλει περισσότερο κράτος, που εκ των πραγμάτων θα διαπλεχθεί με τους επιχειρηματίες.
Γράφαμε και παλιότερα, την εποχή του κ. Κώστα Καραμανλή, ότι είναι ουτοπία να ζητάει κανείς περισσότερο κράτος και λιγότερη διαπλοκή. Είναι σαν να ζητάει κάποιος περισσότερη επαφή των πολιτών με τους εφοριακούς και μικρότερη διαφθορά. Το ευφυολόγημα περί των «διεφθαρμένων» του παρελθόντος και των «αγίων» του παρόντος παίχθηκε πολλάκις και αποδείχθηκε ψευδές. Επισημαίναμε («Καθημερινή» 13.9.2006) ότι η διαφθορά «φύεται και στις καλύτερες οικογένειες. Ας αναλογιστούμε λίγο τι διημείφθη στο Ορος των Ελαιών. Αν στην πιο αγία συντροφιά της ανθρώπινης ιστορίας ο ένας στους δώδεκα αποδείχθηκε διεφθαρμένος, πρέπει να ελπίζουμε σε καλύτερα ποσοστά ηθικής στο αχανές Δημόσιο των 700.000 υπαλλήλων; Και αν ένας μαθητής μπορεί να προδώσει τον Υιό του Θεού έναντι 30 αργυρίων, τότε περιμένουμε να μην υπάρχει ένας στους δέκα από τους πολιτικούς ή τους δημόσιους λειτουργούς που δεν θα προδώσει (έναντι μάλιστα μεγαλύτερων ποσών) τους πολίτες; Καλή και άγια είναι η ηθική διαπαιδαγώγηση, αλλά την είχε ο Ιούδας και μάλιστα από τον καλύτερο δάσκαλο της οικουμένης. Χρήσιμες είναι και οι ποινές, αλλά πολλές φορές δεν μειώνουν τη διαφθορά, απλώς αυξάνουν το αντίτιμό της. Στις πρώην κομμουνιστικές χώρες, οι ποινές ήταν εξαιρετικά αυστηρές. Εφταναν μέχρι τη θανάτωση των διεφθαρμένων, για να αποδειχθεί τελικά ότι το δέλεαρ του παράνομου πλουτισμού ήταν ισχυρότερο από τον φόβο της τιμωρίας».
Αυτή την απλή αλήθεια, αδυνατούν να κατανοήσουν οι ανιδιοτελείς (και) του ΣΥΡΙΖΑ· οι ιδιοτελείς ακόμη και αν την κατανοούν θα την κρύψουν πίσω από μεγάλα λόγια περί «κομβικής σημασίας του κράτους στις τράπεζες» και άλλων τομέων που μπορούν να απομυζήσουν λεφτά. Δεν θέλουν να καταλάβουν ότι, όπου υπάρχουν λάφυρα, θα υπάρχουν και πειρατές. Οτι, όπου υπάρχει χρήμα θα υπάρχει δέλεαρ ακόμη και για όσους δεν είναι διεφθαρμένοι. Φυσικά, ουδείς μπορεί να προσάψει στον κ. Παναγιώτη Λαφαζάνη ότι ωφελήθηκε προσωπικώς από την επιδότηση στη Βιομηχανία Ζάχαρης, αλλά μας φέσωσε τριάντα εκατομμύρια επιπλέον. Από τη στιγμή που κάποιος διαχειρίζεται χρήμα που δεν έχει δουλέψει για να το κερδίσει, θα το σπαταλήσει με τους πιο ευφάνταστους τρόπους. Είτε για να συντηρήσει προβληματικές βιομηχανίες είτε για να το μοιράσει σε επιχειρηματίες που «θα βοηθήσουν την ανάπτυξη της χώρας». Και αν σε ένα εξάμηνο, με μια μικρή χρεοκοπημένη τράπεζα και υπό τον έλεγχο της τρόικας η κυβέρνηση κατάφερε να μας φεσώσει 30 εκατομμύρια, μπορούμε να φανταστούμε τι θα κάνει σε τέσσερα χρόνια με τέσσερις μεγάλες τράπεζες. Το σκάνδαλο της ΑΤΕ θα φαντάζει πλημμέλημα μπροστά σε όσα θα ακολουθήσουν με κομματικά διορισμένους τραπεζίτες.
Δυστυχώς, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που ανδρώθηκαν με μύθους και ιδεοληψίες κοιτούν τον λύκο και εξακολουθούν να ψάχνουν τον τορό. Και ο λύκος είναι οι στενές σχέσεις κράτους – επιχειρηματιών, τις οποίες ο κ. Τσίπρας θέλει να κάνει στενότερες, στα γκισέ των τραπεζών και «under the table», όπως συνηθίζει να λέει.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 1.11.2015