Το βασικότερο πρόβλημα του στελεχικού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι δεν ζει στο παρόν· απλώς έχει γινάτια από το παρελθόν και γι’ αυτό δεν μπορεί να σχεδιάσει τίποτε για το μέλλον.
Τι ελπίδες μπορεί να έχει για το μέλλον η νέα γενιά όταν η κυβερνητική ελίτ ζει στον Γράμμο του 1949 («με το όπλο παρά πόδα»), συζητά στα σοβαρά αν ζούμε τη συμφωνία της Βάρκιζας του 1945, ψάχνει να βρει στη χώρα την «Πέμπτη Φάλαγγα» του 1936 και φωνασκεί «η χούντα δεν τελείωσε το ’73»; Πώς μπορούν να διαχειριστούν την απίστευτη πολυπλοκότητα του σύγχρονου κόσμου στελέχη που νομίζουν ότι η λύση του μεταναστευτικού είναι πολλή συγκίνηση και λίγες «ανοιχτές δομές φιλοξενίας»· που πιστεύουν ότι τα capital controls είναι κάτι σαν το Καθαρτήριο πριν περάσουμε στον παράδεισο του «άλλου κόσμου»; Τι να καταλάβει από δανειακές συμβάσεις η κ. Ζωή Κωνσταντοπούλου, αφού ονειρεύεται ότι ζει στο 1967, έτσι ώστε να φωνάζει «βοήθεια» μπροστά στις κάμερες; Πώς να χωνέψει την πολύπλοκη πραγματικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος η Αριστερή Πλατφόρμα, που νόμιζε ότι θα ξεκινήσει την επανάσταση κάνοντας πλιάτσικο στα αποθεματικά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στον Χολαργό;
Υπάρχει περίπτωση να μας οδηγήσουν στη νέα εποχή άνθρωποι που κάποτε θεωρούσαν ότι το Διαδίκτυο είναι όχημα του «πολιτιστικού ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ», βάφτισαν «τεχνοφασισμό» την ηλεκτρονική ψηφοφορία, και πιστεύουν ότι η κιμωλία και ο μαυροπίνακας είναι το άπαν της μορφωτικής διαδικασίας, ενώ «προτζέκτορες, επιδιασκόπια και λοιπά υποκατάστατα αποστειρώνουν τη διδακτική σχέση. Την εξαϋλώνουν τείνοντας τελικά να την καταργήσουν» (Α. Μπαλτάς, «Η διδακτική σχέση», «Αυγή» 6.4.2014.)
Ο βασικός κορμός των κυβερνητικών στελεχών μοιάζει περισσότερο με τον καθοδηγητή που είχε στο ΚΚΕ ο κ. Τίτος Πατρίκιος, παρά με ανθρώπους του 21ου αιώνα: «Ηταν στην πλατεία Ψυρρή, αρχές του 1945, όταν (ο Τίτος Πατρίκιος) βρέθηκε αντιμέτωπος με τον εχθρό. Ο δε “εχθρός” ήταν άνδρας ευτραφής με βελάδα, γκέτες, ημίψηλο, μπαστούνι και πούρο. Ο νεαρός τότε ποιητής σοκαρίστηκε από το θέαμα του αδίστακτου καπιταλιστή, σοκαρίστηκε όμως ακόμη περισσότερο όταν το ίδιο βράδυ, στην παράνομη σύναξη των συντρόφων, διεπίστωσε πως ο εχθρός με τη βελάδα ήταν ο καθοδηγητής τους, ντυμένος όμως κανονικός άνθρωπος αυτή τη φορά. Επρόκειτο για στέλεχος του ΚΚΕ που του είχαν δώσει εντολή να ντυθεί απλά, σαν καθημερινός αστός, για να περάσει απαρατήρητος. Και ο άνθρωπος έκανε ό,τι μπορούσε για να προσεγγίσει τη στερεότυπη εικόνα του “αστού” που είχε στο μυαλό του, κάτι σαν σκίτσο του Γκέοργκ Γκρος ή σαν τον κύριο Πούντιλα του Μπρεχτ». (Τάκης Θεοδωρόπουλος «Η βελάδα και η γελάδα», «Καθημερινή» 24.6.2015.)
Το βασικότερο πρόβλημα του στελεχικού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι δεν ζει στο παρόν· απλώς έχει γινάτια από το παρελθόν και γι’ αυτό δεν μπορεί να σχεδιάσει τίποτε για το μέλλον. Δεν είναι καπρίτσιο του κ. Μπαλτά η οπισθοδρόμηση της Ανώτατης Παιδείας στη δεκαετία του ’80· μέχρι εκεί έμαθε, μέχρι εκεί φαντάζεται, μέχρι εκεί μπορεί να σχεδιάσει. Πάλι καλά, να λέμε, που δεν ξεκινά καμιά μίνι Πολιτιστική Επανάσταση με υποχρεωτικό τον μαυροπίνακα στις αίθουσες διδασκαλίας
Γράφαμε και παλιότερα ότι μετά το 1989 η Aριστερά ήταν ζαλισμένη. Ενα κομμάτι αυτού του ιστορικού χώρου διεθνώς οχυρώθηκε πίσω από την άρνηση. Eρμήνευσε την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού συνωμοσιολογικά -«ο πράκτορας Γκορμπατσόφ»- και απέφυγε να δει την προσαρμοστικότητα του καπιταλισμού στη νέα εποχή. Στην Eλλάδα τέτοιο ήταν το μεγαλύτερο κομμάτι της επίσημης Aριστεράς. Δεν εξέτασε σε βάθος τα πώς και τα γιατί της κατάρρευσης των σοσιαλιστικών παραδείσων, απλώς χλεύασε κάθε εκ δυσμών επιτυχία, από το Διαδίκτυο μέχρι και τις αναζητήσεις για ένα νέο κοινωνικό κράτος. Αυτό σταδιακά την οδήγησε στην αντίδραση. Η στάση αυτής της Αριστεράς (που έγινε και κυβερνώσα) μπορεί να εξηγηθεί μόνο με ψυχολογικούς όρους: όλες οι αλλαγές των τελευταίων χρόνων ήταν μια διαρκής και επίπονη υπόμνηση ότι το μοντέλο της σοσιαλιστικής πορείας που είχαν κατά νου δεν δουλεύει.
Ετσι οχυρώνονται πίσω από την άρνηση: ερμηνεύουν κάθε στροφή της κοινωνίας ως επιτυχή παραπλάνηση των μαζών, και κάθε επιτυχία του καπιταλισμού ως βραχυχρόνια. Aρνούνται να δουν την πραγματικότητα μέχρι αυτή ν’ αλλάξει. Aν δεν αλλάξει, τόσο χειρότερο γι’ αυτή. Θα την ερμηνεύσουν έτσι και τόσο που θα πάψει πλέον να είναι πραγματικότητα.
Ενα από τα προβλήματα της κυβερνώσας και αντιδραστικής Αριστεράς είναι ότι ψάχνει σε αλλότρια και επικίνδυνα χωράφια να βρει επιχειρήματα κατά των προαιώνιων -δηλαδή του 20ού αιώνα- εχθρών καπιταλιστών. Με τη θέρμη της καταγγελίας βυθίζεται σε έναν ανορθολογικό αντιδυτικισμό, ξεχνώντας ότι και η ίδια η Αριστερά είναι προϊόν αυτής καθαυτήν της Δύσης και του Διαφωτισμού. Η ταύτιση Αριστεράς με τον εθνικισμό δεν είναι προϊόν σοβαρής ανάλυσης. Είναι υποπροϊόν του γινατιού της απέναντι στους νικητές του Ψυχρού Πολέμου. Διαβατήριο πλέον για την ένταξη σε αυτό που απέμεινε να ονομάζεται Αριστερά, δεν είναι η ανάλυση με μαρξιστικούς όρους. Είναι απλώς η φραστική εναντίωση -ασχέτως λόγων- στα σχέδια της «νέας τάξης πραγμάτων», όπως λεγόταν παλιότερα, ή των «ευρωπαϊκών ελίτ» όπως λένε τώρα.
Κάπως έτσι προέκυψε η συνεργασία της ριζοσπαστικής Αριστεράς με τη συνωμοσιολογική Δεξιά. Δεν ήταν το μνημόνιο που τους συνέζευξε. Είναι ο κοινός αντιδυτικισμός τους από διαφορετική αφετηρία. Ο ασπασμός του πολιτικού εθνικισμού από πολλούς της Αριστεράς μάλλον οφείλεται στο γεγονός ότι μετά την κατάρρευση του υπαρκτού, πολλοί είδαν το «έθνος» ως το μόνο εναλλακτικό εμπόδιο στον κατ’ αυτούς «επελαύνοντα νεοφιλελευθερισμό των ανοιχτών αγορών». Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός είναι πολύ αιματηρός για τα γούστα τους (αν και υπήρξαν κατά καιρούς επιχειρήσεις δικαιολόγησής του) και η μόνη αξιόπιστη αντεπανάσταση στην παγκοσμιοποίηση, που αγγίζει και μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού, είναι να προταχθεί το «εθνικόν». Με άλλα λόγια: κάποτε ένα μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς οριζόταν από την αγάπη της στον σοσιαλισμό. Μετά την κατάρρευση του υπαρκτού δεν τους έμεινε παρά το μίσος για τον καπιταλισμό.
Το βασικό πρόβλημα της Αριστεράς σήμερα μπορεί να συμπυκνωθεί στο διαζύγιο που έχει πάρει από την πρόοδο. Η σταλινική Αριστερά θεώρησε ως δυνάμει απειλή κάθε τι που προερχόταν από τη Δύση. Ολα θεωρήθηκαν φτηνά κόλπα των καπιταλιστών «για να ρουφήξουν το αίμα των εργαζομένων». Δεν είδε ευκαιρίες «στα κόλπα των καπιταλιστών», παρά μόνο απειλές. Για παράδειγμα: τη δεκαετία του 1980 οι αμερικανικές επιχειρήσεις άρχισαν να δίνουν μετοχές στους εργαζόμενους εν είδει κινήτρων. Η σταλινική και σταλινογενής Αριστερά χαρακτήρισε την τακτική αυτή «μέθοδο εντατικοποίησης της εργασίας». Ηταν και τέτοια, φυσικά. Αλλά ήταν κι ένα μέτρο εκδημοκρατισμού της λειτουργίας των επιχειρήσεων, έστω διά της… επάρατης καπιταλιστικής οδού.
Το πρόβλημα της Αριστεράς είναι η προς δυσμάς μυωπία της. Η δαιμονοποίηση κάθε πτυχής του αμερικανικού μοντέλου και η ενδόμυχη πεποίθησή της ότι «πού θα πάει; Θα καταρρεύσει». Μεγαλύτερο πρόβλημα για τη χώρα είναι ότι αυτές οι μεταφυσικές πεποιθήσεις έχουν εξαπλωθεί και ξεπερνούν τον στενό πυρήνα κάθε πικραμένου από το 1989 κομμουνιστή. Εχουν γίνει μέρος του δημόσιου διαλόγου. Μπορεί η μεταφυσική της πολιτικής να βρίσκεται σε υποχώρηση, αλλά δεν παύει να αποτελεί μέρος της πολιτικής μας ανάλυσης. Πάντα υπάρχει ένα «κατεστημένο» που διευθύνει τα πράγματα και δημιουργεί τα πιο απίθανα αντικαθεστωτικά πράγματα. Παλιότερα ήταν οι Αμερικανοί που ανέβαζαν την τιμή του πετρελαίου για να εξυπηρετήσουν γεωπολιτικά σχέδια, παρά το γεγονός ότι οι υψηλές τιμές του «μαύρου χρυσού» ευνοούσαν τη Ρωσία, το Ιράν και άλλα μη φιλικά για τις ΗΠΑ καθεστώτα. Τώρα που η τιμή του πετρελαίου πέφτει, οι Αμερικανοί εξυπηρετούν άλλα πιο καταχθόνια γεωπολιτικά σχέδια.
Ετσι είναι η Αριστερά. Εχασε μια ολόκληρη θεωρία και δεν βρήκε ακόμη ένα ρόλο.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 9.8.2015