Η πραγματική οικονομία έχει, δυστυχώς, μόνο αριθμούς: Έσοδα και έξοδα. Και οι αριθμοί δεν είναι δίκαιοι, ούτε καν άδικοι. Αποτυπώνουν απλώς την πραγματικότητα στη βάση της οποίας πρέπει, επιτέλους, ν’ αρχίσουμε να συζητάμε.
Έχει φουντώσει η συζήτηση στη Δυτική Μακεδονία για την επικείμενη θέσπιση διοδίων επί της Εγνατίας Οδού, ενός έργου που φέρνει τη Θεσσαλονίκη μία ώρα πιο κοντά και πραγματικά σπάει την απομόνωση της περιοχής. Η συζήτηση είναι έντονη και καθώς φαίνεται δήμαρχοι της περιοχής ετοιμάζονται να κάνουν παραστάσεις στην «Εγνατία Οδό Α.Ε.» και στην κυβέρνηση ώστε το τίμημα να είναι χαμηλό ή «δίκαιο για τους κατοίκους», όπως αυτοί το βαφτίζουν.
Το ερώτημα βέβαια, είναι, πώς μπορεί να απονεμηθεί δικαιοσύνη στα …διόδια. Η κουβέντα για μια ακόμη φορά συγκλίνει στην παλαιά κομμουνιστική όσο και ρομαντική ρήση «καθείς σύμφωνα με τις δυνατότητές του, καθείς σύμφωνα με τις ανάγκες του». Έτσι ο «τυπικός οικογενειάρχης» είναι στο επίκεντρο. Πόσα ευρώ θα μπορούσε να πληρώνει αυτός ο ιδεότυπος της οικονομικής μονάδας ώστε να είναι «δίκαιη η τιμή των διοδίων»;
Με βάση όμως, αυτό το σκεπτικό, τα πράγματα θολώνουν. Κανείς δεν μπορεί να ορίσει τη δίκαιη τιμή, διότι ουδείς μπορεί να ορίσει αφενός, τον τυπικό οικογενειάρχη (έχει εισόδημα 10.000 ευρώ το χρόνο; 12.000; 15.000;) και κανείς δεν μπορεί να βρει ποιες είναι οι πραγματικές του ανάγκες για ταξίδια στη Θεσσαλονίκη (μία φορά το μήνα; Δύο; Κάθε βδομάδα;) Έτσι η συζήτηση τραβάει σε μάκρος και βεβαίως πόντους κερδίζουν όσοι μινιμαλίζουν ως προς τη «δίκαιη τιμή» των διοδίων.
Η συζήτηση περί του ύψους των διοδίων θυμίζει τη συζήτηση που είχαν στο Μεσαίωνα περί «δίκαιης τιμής». Ενέχει καταρχήν στοιχεία εικονικής πραγματικότητας. Ουδείς, για παράδειγμα, ρωτάει πόσο στοιχίζει η συντήρηση της Εγνατίας Οδού. Όλοι αναφέρονται σε έναν οιονεί Έλληνα καταναλωτή ο οποίος δύναται ή δεν δύναται να πληρώσει τα δύο, τα πέντε, ή τα δέκα ευρώ για τα διόδια. Κανείς δεν ρωτάει: Αν οι εισπράξεις υπολείπονται του κόστους ποιος θα καλύψει τη διαφορά; Καθένας θεωρεί ότι υπάρχει μια δίκαιη τιμή, έστω κι αν είναι εντελώς αυθαίρετη.
Δεν είναι η μόνη περίπτωση. Έχουμε μπει χρόνια τώρα στην αέναη συζήτηση του «πόσα»! Πόσα πρέπει να πάρει ο αγρότης για να νιώθει καλά, πόσα αρκούν στο συνταξιούχο για να ζήσει, πόσα ο εργαζόμενος για να νιώσει ότι υπερβαίνει το όριο φτώχειας, πόσα ο επιχειρηματίας για να επενδύσει κ.ο.κ. Ποτέ δεν μπαίνουμε στη συζήτηση για την πραγματική οικονομία. Το ερώτημα δεν είναι «πόσα πρέπει να παίρνει ο αγρότης για να ζήσει ή να νιώθει καλά», αλλά «τι πρέπει να κάνει ο αγρότης για να νιώθουν οι καταναλωτές του καλά, ώστε να επιβραβεύσουν τις επιλογές του και να αυξηθεί το εισόδημά του». Το ερώτημα δεν είναι πόσα μπορεί να δώσει ο οιονεί ταξιδιώτης στην Εγνατία Οδό, αλλά αν και κατά πόσον η τιμή των διοδίων αντικατοπτρίζει τις πραγματικές υπηρεσίες που ο νέος δρόμος προσφέρει (αν, δηλαδή, η τιμή είναι υψηλή τότε οι οδοιπόροι θα πάρουν τον παλιό δρόμο, που έχει μεν πολλές στροφές, αλλά δεν έχει διόδια).
Το πρόβλημα με το διάλογο περί «δίκαιης τιμής» των προϊόντων ή υπηρεσιών δεν είναι το μεταφυσικό περιεχόμενό της. Δόξα τω Θεώ, στην Ελλάδα γίνονται πολλές κουβέντες για το φύλο των αγγέλων. Είναι κυρίως ότι φτιάχνει ένα θολό τοπίο στο οποίο διάφοροι τσαλαβουτούν. Θα το έχετε δει στα δελτία ειδήσεων που χρόνια τώρα ψάχνουν τη «δίκαιη τιμή» της ντομάτας. «Πώς θα ζήσω πενταμελή οικογένεια με 2 ευρώ (ανά κιλό) την ντομάτα;» διαμαρτύρεται ο αγρότης. «Πώς θα ζήσουμε εμείς με 500 ευρώ σύνταξη και 2 ευρώ την ντομάτα», γκρινιάζει ο συνταξιούχος. Δίκιο έχουν και οι δύο, επειδή ακριβώς η συζήτηση δεν γίνεται επί του πραγματικού, αλλά επί ενός ασαφούς «δικαίου». Όταν όμως υπάρχουν πολλά «δίκια» δεν υπάρχει και λύση. Και όταν δεν υπάρχει λύση υπάρχει γκρίνια, η οποία μπορεί να γεμίζει τον τηλεοπτικό χρόνο, αλλά γεμίζει και τις κάλπες των λαϊκιστών. Εκείνων, δηλαδή, που φωνασκούν για το χαμηλό εισόδημα των αγροτών και ταυτόχρονα διαμαρτύρονται για τις υψηλές τιμές των αγροτικών προϊόντων.
Η συζήτηση για την τιμή των διοδίων στην Εγνατία Οδό θα συνεχιστεί στη βάση της «δίκαιης τιμής». Οι δήμαρχοι έχουν εκλογές το 2006 και θα συνεχίσουν να πιέζουν για «δικαιότερες» τιμές. Κάποιος, όμως, πρέπει να εξηγήσει στον ελληνικό λαό ότι η πραγματική οικονομία έχει δυστυχώς μόνον αριθμούς: Έσοδα και έξοδα. Και οι αριθμοί δεν είναι δίκαιοι, ούτε καν άδικοι. Αποτυπώνουν απλώς την πραγματικότητα στη βάση της οποίας πρέπει, επιτέλους, ν’ αρχίσουμε να συζητάμε.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 4.7.2005